-
41 çeşit
είδος, ποικιλία -
42 gazel
είδος ποιήματος με δίστιχα αα βα -
43 remel
είδος προσωδιακού μέτρου -
44 semai
είδος φόρμας μουσικών κομματιών -
45 tür
είδος, τύπος -
46 üryani
είδος λεπτόφλουδου δαμάσκηνου -
47 είδε'
εἴδει, εἴδομαιsee: pres ind mid 2nd sgεἴδεο, εἴδομαιsee: imperf ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)εἴδεο, εἴδομαιsee: pres imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)εἴδεαι, εἴδομαιsee: pres ind mid 2nd sg (epic ionic)εἴδεο, εἴδομαιsee: imperf ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)εἴδεο, εἶδονsee: aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)εἴ̱δεα, εἶδοςthat which is seen: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)εἴ̱δει, εἶδοςthat which is seen: neut nom /voc /acc dual (attic epic)εἴ̱δεϊ, εἶδοςthat which is seen: neut dat sg (epic ionic)εἴ̱δει, εἶδοςthat which is seen: neut dat sgεἴ̱δεε, εἶδοςthat which is seen: neut nom /voc /acc dual (epic ionic) -
48 εἴδε'
εἴδει, εἴδομαιsee: pres ind mid 2nd sgεἴδεο, εἴδομαιsee: imperf ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)εἴδεο, εἴδομαιsee: pres imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)εἴδεαι, εἴδομαιsee: pres ind mid 2nd sg (epic ionic)εἴδεο, εἴδομαιsee: imperf ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)εἴδεο, εἶδονsee: aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)εἴ̱δεα, εἶδοςthat which is seen: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)εἴ̱δει, εἶδοςthat which is seen: neut nom /voc /acc dual (attic epic)εἴ̱δεϊ, εἶδοςthat which is seen: neut dat sg (epic ionic)εἴ̱δει, εἶδοςthat which is seen: neut dat sgεἴ̱δεε, εἶδοςthat which is seen: neut nom /voc /acc dual (epic ionic) -
49 ἀγητός
ἀγητός ( ἀγάομαι), bewundernswerth, gew. von Personen, Hom. fünfmal, immer mit εἶδος als Versausgang, εἶδος ἀγητός, εἶδος ἀγητόν, εἶδος ἀγητοί, Il. 5, 787. 8, 228. 22, 370. 24, 376 Od. 14, 177; – fem. H. in Apoll. 198; χρήμασιν ἦσαν ἀγητοί Sol. bei Plut. Sol. 18; Sp. D., z. B. Qu. Sm. 13, 338; Anacr. 53, 36 von der Rose.
-
50 ἄριστος
ἄριστος (vgl. άρείων), superlat. zu ἀγαϑός, der Beste; bei Hom. bes. Bezeichnung der tapfersten Helden, der Vornehmen, Fürsten; οὕνεκ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 580; ἄνδρα ἄριστον 5, 839; φῶτες ἄριστοι 18, 230; λαὸν ἄριστον Od. 11, 500; πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοί Iliad. 2, 577; ἄριστον Ἀχαιῶν 1, 244; Ἀργείων πάντας ἀρίστους 3, 19; δύ' ἀνέρε δήμου ἀρίστω 12, 447; ἕταρον, φαινομένων τὸν ἄριστον 10, 236; ἄριστος ἐνὶ Θρῄκεσσι τέτυκτο 6, 7; ὅσσοι ἄριστοι ἐνὶ στρατῷ εὐχόμεϑ' εἶναι 15, 296; verstärkt durch μέγα, πολλόν, ὄχα, ἔξοχα: ὃς μέγ' ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι 2, 82; πολλὸν ἄριστος ἀνήρ Od. 15, 521; τίς τ' ἂρ τῶν ὄχ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 761; δύο δ' ἀνέρες ἔξοχ' ἄριστοι 20, 158; mit dat.: ἀρετῇ δ' ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι Od. 4, 629; οἱ γὰρ μνηστήρων ἀρετῇ ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι 22, 244; ἄριστος Ἀχαιῶν τοξοσύνῃ, ἀγαϑὸς δὲ καὶ ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ Iliad. 13, 313; ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος 23, 891; υἱέας αὖ πινυτούς τε καὶ ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od. 4, 211 ποσὶ κραιπνῶς ϑέομεν καὶ νηυσὶν ἄριστοι 8, 247; βουλῇ μετὰ πάντας ὁμήλικας ἔπλευ ἄριστος Iliad. 9, 54; βροτῶν ὄχ' ἄριστος ἁπάντων βουλῇ καὶ μύϑοισιν Od. 13, 297; mit acc.: νεῖκος ἄριστε, v. l. νείκει, Iliad. 23, 483; εἶδος ἄριστε 3, 39; ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλείωνα Od. 11, 469; mit inf.: τῶν δὲ ϑέειν ὄχ' ἄριστος ἔην Κλυτόνηος Od. 8, 123; οὕνεκ' ἄριστοι πᾶσαν ἐπ' ἰϑύν ἐστε μάχεσϑαί τε φρονέειν τε Iliad. 6, 78; von den Göttern : Ζηνὸς τοῦ ἀρίστου Iliad. 14, 213; Ζεύς, ϑεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος 19, 258; φησὶν γὰρ ἐν ἀϑανάτοισι ϑεοῖσιν κάρτεΐ τε σϑένεΐτε διακριδὸν εἶναι ἄριστος 15, 108; Ζεύς, τόν περ ἄριστον ἀνδρῶν ἠδὲ ϑεῶν φασ' ἔμμεναι 19, 95; den Poseidon nennt Zeus πρεσβύτατον καὶ ἄριστον Od. 13, 142; ἄριστοι ἀϑανάτων Iliad. 20, 122; ϑεάων ἀρίστη, Hera, 18, 364; ἄριστοι μάρτυροι, die Götter, 22, 254; ἱερῆας ἀρίστους 9, 575; Πολυφείδεα μάντιν Ἀπόλλων ϑῆκε βροτῶν ὄχ' ἄριστον Od. 15, 253; οἰωνοπόλων ὄχ' ἄριστος Iliad. 1, 69; σὺν ἀνδράσιν οἳ τότ' ἄριστοι ἦσαν ἐνὶ Τροίῃ τέκτονες ἄνδρες 6, 314; σκυτοτόμων ὄχ' ἄριστος Iliad. 7, 221; Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Od. 8, 250; χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι Iliad. 24, 261; von Weibern: γυναικῶν εἶδος ἀρίστη Od. 7, 57; ϑυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Iliad. 6, 252; ἑπτὰ ἔξοχ' ἀρίστας, κούρας, 9, 638; δμωάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι Od. 15, 25; von Thieren: ἵπποι μέγ' ἄρισται ἔσαν Φηρητιάδαο Iliad. 2, 763; ἄριστοι ἴππων 5, 266; συῶν τὸν ἄριστον Od. 14, 108; σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων 14, 19; τρεῖς σιάλους, οἳ ἔσαν μετὰ πᾶσιν ἄριστοι 20, 163; ἀρνειός, μήλων ὄχ' ἄριστος ἁπάντων 9, 432; αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 14, 106; βοῦν, ἥ τις ἀρίστη Iliad. 17, 62; von andern Sachen: τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος Od. 5, 442; τεύχε' ἄριστα Iliad. 15, 616; ἀ σπίδες ὅσσαι ἄρισται ἐνὶ στρατῷ ἠδὲ μέγισται 14, 371; νῆα, ἥ τις ἀρίστη Od. 1, 280; εἰδήσεις ὅσσον ἄρισται νῆες ἐμαί 7, 327; χηλόν, ἥ τις ἀρίστη 8, 424; ἀρίστην βουλήν Iliad. 9, 74; μῆτιν ἀρίστην 17, 634; εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσϑαι περὶ πάτρης 12, 243; τόδε μέγ' ἄριστον' ἔρεξεν 2, 274; ὃ γάρ κ' ὄχ' ἄριστον ἁπάντων εἴη 12, 344; δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον Od. 5, 360; ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα Iliad. 9, 103; ὅπως ὄχ' ἄριστα μετ' ἀμφοτέροισι γένηται 3, 110; ἦ σοῐ ἄριστα πεποίηται κατὰ οἶκον πρὸς Τρώων 6, 56. Statt ὁ ἄριστος öfters ὤριστος, z. B. ἀνὴρ ὤριστος Iliad. 11, 288; ϑεῶν ὤριστος 13, 154; λοῖσϑος ἀνὴρ ὤριστος ἐλαύνει ἴππους 23, 536; οὐ μέν μοι δοκέεις ὁ κάκιστος Ἀχαιῶν ἔμμεναι, ἀλλ' ὤριστος: Od. 17, 416. Bei Art. oft sittliche Vorzüge; doch nicht sel-ten tapfer, Plat.; Xen.; ὦ ἄριστε, eine häufige Anrede bei Plat.
-
51 вид
вид 1-а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•жалкий вид άθλια μορφή•
наружный вид εξωτερική εμφάνιση•
гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•
жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.
|| (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•больной вид ασθενική όψη•
строгий вид αυστηρό ύφος•
важный вид σοβαρό ύφος•
радостный вид χαρούμενη όψη.
|| κατάσταση•в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•
в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.
2. προοπτική, άποψη, θέα•комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•
вид на город η άποψη της πόλης.
|| τοπίο•альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.
3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•в -у, на -у εν όψει•
в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•
на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•
испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•
у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•
ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•
при -е опасности εν όψει του κινδύνου•
потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).
4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•-ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•
-ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.
5. παλ. η ταυτότητα.εκφρ.вид на жительство – είδος ταυτότητας•в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•под -ом – με την πρόφαση•видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•в -у – λόγω, ένεκα•он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.вид 2-а α.είδος• τύπος•разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.
|| (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•
отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.
(γλωσ.)•μορφή•глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•
глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).
-
52 ἀγητός
A admirable, wonderful,Φυὴν καὶ εἶδος ἀγητὸν Ἕκτορος Il.22.370
; elsewh. in Hom. of persons, c. acc. rei,δέμας καὶ εἶδος ἀ. 24.376
; εἶδος ἀγητοί wonderful in form only, as a reproach, Il.5.787, 8.228;εἶδος ἀγητή h.Ap. 198
: later c. dat. rei,χρήμασιν ἀ. Sol.5.3
:—of things,ῥόδων ἀ. ἔρνος Anacreont.53.36
. -
53 δέω
δέω und δεύω, bedürfen; wohl nicht, wie gewöhnlich angenommen wird, von einer Wurzel ΔΕF-, sondern von einer Wurzel ΔΥ-, mit Guna ΔΕγ-; zunächst verwandt ist wohl δεύτερος, δεύτατος. In δέω ist das Υ der Wurzel ausgestoßen; vgl. ἔχευα ἔχεα, ἀλεύω ἀλέω, ἀχεύων ἀχέων, εὔαδεν ἕαδεν. Die Attische Prosa hat von δεύω δέω ein activum δέω, δεήσω, ἐδέησα, δεδέηκα, meist unpersönlich gebraucht, δεῖ, δεήσει, ἐδέησε, δεδέῆκε, und ein deponens passiv. δέομαι, δεήσομαι, ἐδεήϑην, δεδέημαι; dic Contraction in ει unterbleibt zuweilen, δέεται und δεῖται, δέεσϑαι und δεῖσϑαι, s. Buttmann Ausf. Gramm. ed. 2 Bd 2 S. 150. Bei Homer findet sich das activum in wenigen Formen und Stellen: ἐδεύησεν zweimal; Odyss. 9, 540 κὰδ δ' ἔβαλεν μετόπισϑε νεὸς κυανοπρώροιο τυτϑόν, ἐδεύησεν δ' οἰήιον ἄκρον ἱκέσϑαι, es fehlte (nur noch grade), daß er die Spitze des Steuerruders traf, Apollon. Lex. Homer. p. 62, 11 ἐδεύησεν· ἐνδεὴς ἐγένετο; derselbe Vers interpolirt Odyss. 9, 483 κὰδ δ' ἔβαλε προπάροιϑε νεὸς κυανοπρώροιο τυτϑόν, ἐδεύησεν δ' οἰήιον ἄκρον ἱκέσϑαι, vgl. Scholl. vs. 5401 δῆσεν oder ἔδησεν einmal, Iliad. 18, 100 ὁ μὲν μάλα τηλόϑι πάτρης ἔφϑιτ', ἐμεῖο δὲ δῆσεν ἀρῆς ἀλκτῆρα γενέσϑαι, er entbehrte meiner, daß ich ihm ein Retter geworden wäre, var. lect. δ' ἔδησεν, vgl. Scholl. (Herodian.) und Apollon. Lex. Homer. p. 62, 14 ἔδ η σεν· ἐνδεὴς ἐγένετο· »ἐμεῖο δ' ἔδησεν ἀρῆς«; δ εῖ unpersönlich einmal, Iliad. 9, 337 τί δὲ δεῖ πολεμιζέμεναι Τρώεσσιν Ἀργείους, »wozu ist es nöthig, daß die Argiver mit den Troern kämpfen?« In dieser Weise gebraucht Homer öfters χρή; und so haben denn auch in der vorliegenden Stelle Neuere statt δεῖ schreiben wollen χρή, ein Versuch, welcher eben so wohlfeil und eben so werthlos ist wie Iliad. 18, 100 der geistreiche Vorschlag Neuerer statt ἐμεῖο δ' ἔδησεν oder ἐμεῖο δὲ δῆσεν zu schreiben ἐμεῠ δ' ἐδέησεν; beide »Besserungen« sind leichtfertge, frivole Attentate auf den aus dem Alterthume überlieferten Homer-Text, was Buttmann einsah, Ausf. Gramm. ed. 2 Bd 2 S. 151 sq. Anmerk. Vgl. noch mit δῆσεν ἔδησεν das Homerische κῆται, welches sich zu κέηται verhält wie δῆσεν zu δέησεν. – Häufiger als das activ. erscheint bei Homer das deponens, immer mit dem Υ, δεύομαι, in folgenden Formen und Stellen: δεύεαι Iliad. 23, 484; δεύῃ Odyss. 1, 254; δεύεται Odyss. 7, 73. 8, 137; δευοίατο Iliad. 2, 128. 5, 202; δευέσϑω Iliad. 20, 122; δεύεσϑαι Iliad. 13, 310; δευόμενος Iliad. 22, 492; δευόμενον Iliad. 1, 134. 20, 472 Odyss. 4, 264; δευομένους Iliad. 3, 294; ἐδεύεο Iliad. 17, 142; ἐδεύετο Iliad. 1, 468. 602. 2, 431. 4, 48. 7, 320. 23, 56. 24, 69 Odyss. 16, 479. 19, 425; δευέσϑην Iliad. 8, 127; δεύοντο Iliad. 2, 709; δευήσεαι Odyss. 6, 192. 14, 510; δευήσεσϑαι Iliad. 13, 786 Odyss. 23, 128. Aorist. und perfect. kommen bei Homer nicht vor. Bedeutung und Construction: absolut, Iliad. 1, 134 αὐτὰρ ἔμ' αὔτως ἧσϑαι δευόμενον, entbehrend; Iliad. 22, 492 δευομενος δέ τ' ἄνεισι πάις ἐς πατρὸς ἑταίρους, Mangel leidend; Iliad. 20, 122 μηδέ τι ϑυμῷ δευέσϑω, er soll sich nicht verlassen fühlen; δεύεσϑαί τινος einer Sache oder Person entbehren, Iliad. 2, 128 πολλαί κεν δεκάδες δευοίατο οἰνοχόοιο; Odyss. 1, 254 ἦ δὴ πολλὸν ἀποιχομένου Ὀδυσῆος δεύῃ; Iliad. 4, 48 οὐ γάρ μοί ποτε ῃωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, λοιβῆς τε κνίσης τε; Odyss. 19, 425 δαίνυνι', οὐδέ τι ϑυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης; Odyss. 4, 264 πόσιν οὔ τευ δευόμενον, οὔτ' ἂρ φρένας οὔτε τι εἶδος; Iliad. 3, 294 καὶ τοὺς (ἄρνας) μὲν κατέϑηκεν ἐπὶ χϑονὸς ἀσπαίροντας, ϑυμοῠ δευομένους· ἀπὸ γὰρ μένος εἵλετο χαλκός, der Lebenskraft ermangelnd, sterbend, vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 57, 34; δεύεσϑαί τινος Einem nachstehn, Iliad. 23, 484 ἄλλα τε πάντα δεύεαι Ἀργείων, auch in allen andern Stücken stehst du den Argivern nach; δεύεσϑαί τινος in etwas nachstehn, zurückstehn, Iliad. 17, 142 Ἕκτορ εἶδος ἄριστε, μάχης ἄρα πολλὸν ἐδεύεο, im Kampfe standest du sehr zurück, das εο in ἐδεύεο mit Synizese zu lesen; so hat man auch Iliad. 13, 310 erklärt, ἐπεὶ οὔ ποϑι ἔλπομαι οὕτως δεύεσϑαι πολέμοιο καρηκομόωντας Ἀχαιούς, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 1. – Vgl. die Homerischen compos. ἐπιδεύομαι und ἐπιδευής. – Folgende: 1) Activum: παραδείγματος αὐτὸ τὸ παράδειγμα δεδέηκεν, der Beweis bedarf selbt des Beweises. Plat. Polit. 277 d; ἡ βουλὴ δεῖ διακρινοῠντος Lach. 184 c. – Gew. a) πολλοῠ, ὀλίγου δέω, essehltviel, wenigdaran, daßich, e. inf., z. B. πολλοῠ δεῖς τὸ εἶδος ἀγνοεῖν τοῠ παιδός, es fehlt viel daran, daß du nicht kennen solltest, Plat. Lys. 204 e; vgl. Theaet. 167 b; ὡστε ϑολλοῠ δέω μὴ οὐ δύο γε φεύγειν Euthyd. 297 c; πολλοῦ μοι δοκῶ δεῖν τὰ ὑμέτερα ἔχειν Xen. An. 7, 6, 18; οὐ πολλοῠ δέοντας ἴσους τὸ πλάτος καὶ τὸ μῆκος εἶναι, beinahe eben so dick wie lang, 5, 4, 32; auch absol., als nachdrückliche Veineinung, πολλοῠ γε δέω, Plat. Phaedr. 228 a, wie Dem. 20, 58, ich bin weit entfernt, d. i. durchaus nicht; τοῦ παντὸς δέω, Aesch. Prom. 1008; τοσούτου δέουσιν ἐλεεῖν ὥστε μᾶλλον, wie tantum abest, Isocr. 4, 168; vgl. 14, 18 u. 11, 5, wo vor Bekk. τοσούτῳ stand. Seltener steht auch der acc., τοσοῠτον δέω εἰδέναι Plat. Menon. 71 a; Luc. Icarom. 5; ὀλίγον, μικρὸν δέω τοῠ ποιεῖν, Plut. Pyrrh. 17. 30, öfter. – An Vrbdgen, wie μικροῠ δέοντα τέτταρα τάλαντα, beinahe vier Talente, woran wenig fehlt, Dem. 27, 35, reihen sich Ausdrücke für die Zahlen 18, 19, 28, 29 u. ä.; δυοῖν δέοντα τεσσαράκοντα, Her. 1, 14. Bes. Att., ἑνὸς δέον εἰκοστὸν ἔτος, das zwanzigste Jahr weniger eins, d. i. das neunzehnte, Thuc. 8, 6. 25; πεντήκοντα δυοῖν δέοντα ἔτη, d. i. 48 Jahre, 2, 1; μιᾶς δέουσι ἑξήκοντα, Plat. Legg. V, 738 a; Sp. brauchen gen. abs., ἑξήκοντα ἑνὸς δέοντος ἔτη, Plut. Pomp. 79; D. L. 5, 27. – b) das imperson. δεῖ, conj. δέῃ, auch δῇ, s. Mein. III, 293, es bedarf, ist nöthig; mit acc. c. inf., Pind. Ol. 6, 28; Her. bes. von Schicksalbestimmungen, οὐ γὰρ ἔδει Ναξίους ἀπολέσϑαι, sie sollten nicht untergehen, 5, 33; vgl. 6, 64. 9, 109; u. mit dem Zusatz κατὰ τὸ ϑεοπρόπιον, 8, 53; δεῖ γενέσϑαι τι, Thuc. 5, 26. Seltener findet eine Attraction statt, ἡγούμην αὐτὸς περιεῖναι δεῖν αὐτῶν, καὶ μεγαλοψυχότερος φαίνεσϑαι Dem. 19, 235; vgl. 44, 28 u. Lob. Phryn. 754; selten auch steht der dat., δεῖ ἐπισάξαι τὸν ἵππον Πέρσῃ ἀνδρί Xen. An. 3, 4, 35; vgl. Oec. 7, 20; Soph. O. C. 721; Eur. Hipp. 945; Plat. Rep. X, 608 c.; Soph. abdt auch δεῖ σ' ὅπως δεἰξεις Ai. 553; bgl. Phil. 54. – Ohne Inf., εἴ τι δέοι u. ἐἀν τι δέῃ, wenn es nöthig sein sollte, Xen. oft. – Gew. mit dem gen. der Sache, δεῖ τινος, es bedarf einer Bache, es ist etwas nöthig, es thut Noth, εὐβουλίπς δεῖ Beph. Ant. 1083; ἀγαϑοῠ δημτουργοῠ δεῖ Plat. Gouv. 187 c, der sogar abdi σφόδρα ἡμῖν δεῖ ἄκρων εἶναι τῶν ἀρχόντων Rep. V, 459 b; οὐδὲν ἔτι αὐτῶν δεῖ Thuc. 5, 55; Xen. An. 5, 1, 10. Die Person, welche etwas nöthig hat, steht gew. im dat., ἔδει γὰρ δὴ συμμαχίης τινός οἱ μεγάλης Her. 5, 38, wo pleonast ἐξευρεϑῆναι zugesetzt ist; ἓν δεῖ μόνον μοι Eur. Suppl. 594; τέχνης δεῖ τῷ μέλλοντι δρᾶν Plat. Soph. 255 a; δεῖ μοι τῆς αὐτῆς ἐρωτήσεως Men. 79 c. Selten im accus., αὐτὸν σε δεῖ Προμηϑέως Aesch. Ag. 840; ποίας με δεῖ φροντίδος Soph. El. 602; vgl. Eur. Rhes. 837; u. spätere Prosaiker, nach Arist. pol. 7, 13. – c) an a) schließt steh πολλοῠ, ὀλίγου δεῖ, essehltviel, wenig, worauf acc. c. inf. folgt, πολλοῦ γε δεῖ οὕτως ἔχειν Plat. Prot. 341 d; ἐδέησεν ἐλαχίστου αὐτοὺς διαφϑεῖραι (τὸ πῠρ), es fehlte sehr wenig daran, daß das Feuer sie rernichtete, Thuc. 2, 77; daher πολλοῦ γε καὶ δεῖ, zu nachdrücklicher Verneinung am Ende des Satzes, weit gefehlt, Dem. 18, 300 u. sonst; absol. πολλοῠ, ὀλίγοὺ δεῖν, so daß viel, wenig fehlt, Plat. Apol. 22 a Lgg. XII, 998 d; ὀλίγου δεῖν φορήματι ἀλλὰ προςϑήματι ἐοίκασι, beinahe, Xen. Mem. 3, 10, 13; so μικροῦ δεῖν, Isocr. 4, 144; ἵν' εἰδῆτε πολλοῠ δεἴν ἄξιον ὄντα, daß viel fehlt, daß er bei weitem nicht würdig ist, Dem. 23, 7. – 2) Deponens: perf. δεδέημαι Xen. An. 7, 7, 14; nöthighaben, bedürfen, entbehren, τινός; Sp. D., wie Ap. Rh. 1, 968; sehr gew. Her. u. Att. Auch οὐδὲν ἐμοῠ δέονται, Plat. Theaet. 151 b, u. öfter; εἴ τι ἄλλο ἡ τῆς οὐσίας δέοιο Conv. 218 c; ἢν δέ τι δέωνται τοῦ βασιλέως, in irgend einer Sache, Thuc. 8, 37; οἱ δεόμενοι, die Bedürftigen, Isocr. 6, 67, wie οἱ μάλιστα βίου δ. 4, 35; vgl. Her. 8, 59; so absol., τὸ δεῖσϑαι, Xen. An. 2, 6, 13. Dah. = begehren, wünschen, τινός, Her. 9, 35, u. Folgde oft; c. inf., Her. 2, 173; δέομαι αὐτὸ τοῠτο μαϑεῖν Plat, Phaed. 73 b, u. sonst; bitten. Πολυκράτεος πέμψαι ἑαυτῷ στρατόν Her. 3, 44; τῶν ἱερέων πάντα διελϑεῖν Plat. Tim. 23 d, u. sonst; auch mit dem acc. c. inf., ἐδεήϑη Δαρείου ἕνα αὐτῷ παἴδα καταλειφϑῆναι Her. 4, 84; δέομαι ὑμῶν τούτοις τὸν νοῠν προςέχοντας ἀναμιμνήσκισϑαι Andoc. 1, 37; aber auch ἐδέοντο Κύρου ὡς προϑυμοτάτου γενέσϑαι Xen. Hell. 1, 5, 2. – Mit folgd. ὥςτε, Thuc. 1, 119; ὅπως, Plut. Ant. 84; τοῠτο ὑμῶν δέομαι δίκαιον Plat. Apol. 18 a; ὅπερ ἐδεόμεϑά σου Conv. 173 e; σύμφορα δέονται Thuc. 1, 32; wie δονατά Plat. Prot. 335; δίκαια καὶ μέτρια Dem. 58, 2; vgl. Xen. Cyr. 1, 4, 1; An. 7, 2, 34; ἐδεήϑῆ ἐμοῦ τινα ἰσχυρὰν δέησιν Aesch. 2, 43; δέῃμα, ὃ δεῖταί μου σφόδρα Ar. Ach. 1059; τινὸς παρά τινος, Luc. u. a. Sp. Auffallend ist ἐδέοντο Βοιωτοὺς ὅπως παραδῶσι Thuc. 5, 36, wo Krüger ᾐτοῠντο vermuthet.
-
54 είδει
εἴδομαιsee: pres ind mid 2nd sgεἴ̱δει, εἶδοςthat which is seen: neut nom /voc /acc dual (attic epic)εἴ̱δεϊ, εἶδοςthat which is seen: neut dat sg (epic ionic)εἴ̱δει, εἶδοςthat which is seen: neut dat sg -
55 εἴδει
εἴδομαιsee: pres ind mid 2nd sgεἴ̱δει, εἶδοςthat which is seen: neut nom /voc /acc dual (attic epic)εἴ̱δεϊ, εἶδοςthat which is seen: neut dat sg (epic ionic)εἴ̱δει, εἶδοςthat which is seen: neut dat sg -
56 бостон
-а α.1. βοστόνι, είδος χαρτοπαιγνίου.2. είδος εκλεκτού υφάσματος.3. είδος αργού βαλς. -
57 натуральный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. φυσικός•натуральный цвет φυσικό χρώμα•
в -ую величину σε φυσικό μέγεθος•
-ые богатства ο φυσικός πλούτος•
-ая история φυσική ιστορία.
2. φυσικός (ως αντώνυμο του τεχνητός)•натуральный мд φυσικό μέλι•
натуральный шлк φυσικό μετάξι.
3. απροσποίητος•натуральный смех φυσικό γέλιο•
натуральный голос φυσική φωνή.
4. σε είδος, σε προϊόν•натуральный налог φόρος σε είδος•
натуральный обмен ανταλλαγή σε είδος•
-ое хозяйство φυσικό νοικοκυριό (παραγωγή ειδών ιδίας χρήσης).
εκφρ.натуральный ряд чисел – η φυσική σειρά των αριθμών (1, 2, 3, 4, 5 κλπ.)• -ая школа νατουραλιστική σχολή. -
58 род
-а, προθτ. о роде, в роде, в роду, на роду, πλθ. роды а.1. γένος• φυλή•член -а μέλος του γένους•
патриархальный род πατριαρχικό γένος•
старейшина -а αρχηγός του γένους, της φυλής.
2. γενεαλογική προέλευση, γενολόγι, σόι•знатный род επιφανές γένος ή μεγάλο σόι.
|| γενεά, γενιά•из -а в род από γενεά σε γενεά.
|| ως επίρ. -ом την καταγωγή, το γένος, την προέλευση.3. (στην ταξινόμηση ζώων, φυτών)• γένος. || είδος• τύπος•всякого -а λογής-λογής, παντοειδής.
4. λογοτεχνικό γένος• ύφος, στυλ.5. τρόπος, μορφή, χαρακτήρας•избрать новый род деятельности εκλέγω νέα μορφή δράσης,
6. (γραμμ.)το γένος•мужской, женский, средний род αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο γένος.
εκφρ.род людской (человеческий) – το ανθρώπινο γένος•женский род – το γυναικείο φύλλο (οι γυναίκες)•мужской род – το αντρικό φύλλο (οι άντρες)•род оружия (войск) – είδος όπλου (πεζικού, πυροβολικού κ.τ.τ,)• в некотором -е ως ένα βαθμό•в своём -е – στο είδος του•в этом (таком) -е – περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω• έτσι•от -у – από τη γέννηση, από τότε που γεννήθηκα•своего -а – ως ένα βαθμό ή σημείο•такого -а – τέτοιου είδους•без -у и племени ή без -у, без племени – αγνώστου καταγωγής ή προέλευσης•ни -у ни племени – ολομόναχος, παντέρημος, έρημος και μόνος• σαν την καλαμιά στον κάμπο. -
59 μορφή
μορφ-ή, ἡ,A form, shape, twice in Hom. (not in Hes.), σοὶ δ' ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων thou hast comeliness of words, Od.11.367 (cf. Eust. ad loc.); so prob. ἄλλος μὲν.. εἶδος ἀκιδνότερος πέλει ἀνήρ, ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει God adds a crown of shapeliness to his words, Od.8.170: freq. later,μορφὰς δύο ὀνομάζειν Parm.8.53
;μορφὴν ἀλλάξαντα Emp.137.1
;μορφὰν βραχύς Pi.I.4(3).53
; μορφῆς μέτρα shape and size, E.Alc. 1063: periphr.,μορφῆς φύσις A.Supp. 496
; μορφῆς σχῆμα, τύπωμα, E. Ion 992, Ph. 162;τὴν αὐτὴν τοῦ σχήματος μορφήν Arist.PA 640b34
;καὶ Γαῖα, πολλῶν ὀνομάτων μ. μία A.Pr. 212
; ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν ib. 449; ;προὔπεμψεν ἀντὶ φιλτάτης μ. σποδόν S.El. 1159
; of plants, Thphr.HP1.1.12 (pl.); esp. with ref. to beauty of form,ὑπέρφατον μορφᾷ Pi.O.9.65
; οἷς ποτιστάξῃ χάρις εὐκλέα μ. ib.6.76, cf. IG42 (1).121.119 (Epid., iv B. C.), LXX To.1.13, Vett.Val.1.6, etc.;σῶμα μορφῆς ἐμῆς OGI383.41
(Commagene, i B. C.); μορφῆς εἰκόνας ib.27; χαρακτῆρα μορφῆς ἐμῆς ib.60.2 generally, form, fashion, appearance, A.Pr.78, S.Tr. 699, El. 199 (lyr.); outward form, opp.εἶδος, ἑκατέρω τῶ εἴδεος πολλαὶ μ. Philol.5
; ;μ. θεῶν X.Mem.4.3.13
, cf. Ep.Phil.2.6, Dam.Pr. 304;ἡρώων εἴδεα καὶ μορφάς A.R.4.1193
; κατά τε μορφὰς καὶ φωνάς gesticulations and cries, D.H.14.9; τὴν μ. μελάγχρους, τῇ μ. μελίχροας, in complexion, Ptol.Tetr. 143, 144. -
60 ἀβρυτοί
Grammatical information: m.Meaning: ἐχίνων θαλασσίων εἶδος H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Form variation (`prothetic' vowel and prenazalization) typical of substratum words.Page in Frisk: 1,5Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀβρυτοί
См. также в других словарях:
Είδος — (eidos) (греч.) см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
εἶδος — that which is seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είδος — το (AM εἶδος) 1. η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, μορφή, σχήμα 2. στον πληθ. διάφορα αντικείμενα για ορισμένη χρήση το καθένα μσν. νεοελλ. 1. υλική ποιότητα («οὐκ ἐξὸν ἀπαριθμεῑν τὸ εἶδος τών πραγμάτων», Διγ.) 2. πράγμα μσν. στον πληθ. α)… … Dictionary of Greek
είδος — το γεν. ους, πληθ. η 1. η εξωτερική όψη των πραγμάτων, σχήμα, μορφή. 2. ποιότητα υλική ή ηθική: Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός; 3. στον πληθ., είδη, τα τα διάφορα αντικείμενα ορισμένης χρήσης ή προέλευσης: Στρατιωτικά είδη. 4. (λογ.), κάθε έννοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εἶδος — Théorie des formes Dans la série Articles sur Platon [remarque] Connaissance Théorie des formes Dialectique … Wikipédia en Français
εἰδός — οἶδα see perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… … Dictionary of Greek
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek
βακτηριοχλωροφύλλη — Είδος χλωροφύλλης που εμφανίζουν τα φωτοσυνθέτοντα βακτήρια. Απαντώνται 4 είδη β., τα a, b, c, d. Τα ερυθροβακτήρια περιέχουν μόνο ένα είδος χλωροφύλλης που είναι –ανάλογα με το είδος του μικροοργανισμού– β. είτε a είτε d. Τα πράσινα βακτήρια… … Dictionary of Greek
βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… … Dictionary of Greek
Вид понятие в логике — (είδος, species, Art, espèce) в логике видом называется понятие, подчиненное более общему роду и занимающее (по объему и содержанию) среднее место между родовым и индивидуальными понятиями. В этом смысле вид не имеет постоянного содержания … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона