-
1 ονομασία
ὀνομασίᾱ, ὀνομασίαname: fem nom /voc /acc dualὀνομασίᾱ, ὀνομασίαname: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὀνομασίᾱͅ, ὀνομασίαname: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ονομασια
-
3 ὀνομασία
ὀνομασία, ἡ, = Folgdm; Plat. Polit. 275 d; Arist. top. 1, 3 u. Sp., wie Pol. 3, 87, 4; ἐπιφέρειν τινὶ ταύτην τὴν ὀνομασίαν, 17, 15, 1; D. Hal. u. A.
-
4 ονομασία
-
5 ὀνομασία
Βλ. λ. ονομασία -
6 ὀνομασίᾳ
Βλ. λ. ονομασία -
7 ονομασία
[ономасиа] ουσ. Θ. наименование, название, обозначение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ονομασία
-
8 ὀνομασία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Sir 23,9 -
9 ονομασία
[ономасиа] ουσ θ наименование, название, обозначение. -
10 ὀνομασία
ὀνομ-ᾰσία, ἡ,II expression, language, ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀ. by means of language, Arist. Po. 1450b14 ;διά τινος ὀνόματος ἢ ὀνομασίας ἀδιαφόρου κοινότητα Epicur.Nat.14.10
, cf. Phld.Rh.1.208 S., Po.2.37 (both pl.), D.H. Comp.25, Dem.56 ;κανὼν ὀνομασίας Demetr.Eloc.91
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνομασία
-
11 ονομασία
appellation -
12 ονομασία
nazwa (f) rzecz. -
13 ονομασία
1) jméno2) název3) pojmenování -
14 ονομασία
nameΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ονομασία
-
15 προς-ονομασία
προς-ονομασία, ἡ, Benennung, D. L. 7, 107.
-
16 παρ-ονομασία
παρ-ονομασία, ἡ, unmerkliche Veränderung eines Wortes, Namens, bes. um ihm dadurch einen Nebensinn zu geben, parva verbi immutatio in littera posita, Cic. de orat. 2, 63; auch ein Wortspiel, das auf der Aehnlichkeit des Klanges zweier der Bedeutung nach verschiedener od. entgegengesetzter Wörter beruht, Anspielung auf einen Namen, Rhett.; annominatio, Quint. 6, 3, 53. 9, 3, 66. So heißt z. B. die Vrbdg Ἀχαιΐδες, οὐκέτ' Αχαιοί, Il. 3, 235. Ueber die Schreibart παρωνομασία vgl. Lob. Phryn. 712, Schäf. mel. p. 145 u. ad Schol. Ap. Rh. 1, 623.
-
17 κατ-ονομασία
κατ-ονομασία, ἡ, Benennung, Strab. I, 42.
-
18 μετ-ονομασία
μετ-ονομασία, ἡ, Umnennung, Aenderung des Namens, Ath. VII, 296 e; Νικάνωρ ἐν Μετονομασίαις (Titel eines Buches) τὸν Μελικέρτην φησὶ Γλαῦκον μετονομασϑῆναι.
-
19 ἀντ-ονομασία
ἀντ-ονομασία, ἡ, andere Benennung; bei den Rhetoren das Setzen eines Epithetons od. Patronymikons für den Eigennamen. Bei Gramm. das Pronomen u. der Gebrauch desselben.
-
20 ἐπ-ονομασία
ἐπ-ονομασία, ἡ, Benennung, Sp.
См. также в других словарях:
ὀνομασία — ὀνομασίᾱ , ὀνομασία name fem nom/voc/acc dual ὀνομασίᾱ , ὀνομασία name fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομασίᾳ — ὀνομασίᾱͅ , ὀνομασία name fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονομασία — η (ΑΜ ὀνομασία) [ονομάζω] 1. η ενέργεια τού ονομάζω, κλήση κάποιου με το όνομά του, ονομάτιση, κατονομασία 2. απονομή τίτλου, διορισμός («η ονομασία τών νέων ανθυπολοχαγών») νεοελλ. το αποτέλεσμα τού ονομάζω, το όνομα αρχ. 1. κατάταξη, ταξινόμηση … Dictionary of Greek
ονομασία — η 1. η πράξη του ονομάζω, η ονοματοθεσία: Η ονομασία των οδών γίνεται από ειδική επιτροπή. 2. το αποτέλεσμα του ονομάζω: Η ονομασία των βαθμοφόρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γεννήσεως Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Είναι γνωστό και με την ονομασία μονή Κατερινούς. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας και ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αι. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον… … Dictionary of Greek
Έλληνες — Ονομασία με την οποία, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ήταν γνωστοί, μετά τον Όμηρο, οι κάτοικοι του χώρου που ονομαζόταν Ελλάς. Στην Ιλιάδα (Β 683, Ι 395, Ι 447), ως Ελλάς αναφέρεται μόνο η περιοχή γύρω από τη Φθία και τη νότια Θεσσαλία, και Έ. ή… … Dictionary of Greek
Ορτυγία — Ονομασία διαφόρων περιοχών, νησιών και χωρών της αρχαιότητας. 1. Αρχαιότατη ονομασία περιοχής της Αιτωλίας. 2. Παλαιότερη ονομασία της Δήλου, όπου γεννήθηκε η Άρτεμη, η οποία επονομαζόταν Ορτυγία. 3. Νησί απέναντι από τις Συρακούσες, στο oποίο,… … Dictionary of Greek
χασίς — Ονομασία φυτού και διαφόρων προϊόντων, τα οποία προέρχονται από αυτό. Το φυτό είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ινδική κάνναβις (κανναβούρι). Συγκεκριμένα με την ονομασία αυτή είναι γνωστά οι ανθισμένες κορυφές του φυτού μαζί με τα φύλλα… … Dictionary of Greek
Αυρηλιανή — Ονομασία τεσσάρων αρχαίων πόλεων και ενός φρουρίου. 1. Παλαιά ονομασία της σημερινής γαλλικής πόλης Ορλεάνης. Η ονομασία αυτή προερχόταν από τον αυτοκράτορα Αυρηλιανό. Άλλωστε το όνομα Ορλεάνη (Orleans) αποτελεί παραφθορά του Α. 2. Πόλη της… … Dictionary of Greek
Ώλενος — Ονομασία δύο πόλεων της αρχαιότητας. 1. Πόλη της Αιτωλίας, κοντά στους πρόποδες του Αράκυνθου (Ζυγού). Σύμφωνα με μαρτυρίες του Στράβωνα, την κατέστρεψαν οι Αιολείς. Πολλοί αρχαιολόγοι θεωρούν πως τα ερείπια του Γυφτόκαστρου και του Πετροβουνίου… … Dictionary of Greek
Ιβηρία — Ονομασία δύο περιοχών της Ευρώπης κατά την αρχαιότητα. 1. Η περιοχή όπου κατοικούσαν οι Ίβηρες, στον χώρο της σημερινής Ισπανίας. Η ονομασία προσδιορίζει ιδιαίτερα το βορειοανατολικό τμήμα της χερσονήσου. Αργότερα, οι Ίβηρες κατόρθωσαν να… … Dictionary of Greek