-
101 κρηπίς
κρηπίς, ῖδος, ἡ, – 1) eine Art Schuhe od. Halbstiefel, crepida, nach B. A. 273, 18 εἶδος ὑποδήματος ἀνδρικοῦ ὑψηλὰ ἔχοντος τὰ καττύματα; Hegemon. bei Ath. XII, 522 a, öfter; XIV, 621 b stehen ὑποδήματα u. κρηπῖδες einander gegenüber; es werden übrigens viele verschiedene Arten derselben angeführt. – 2) übh. Grundlage, Fundament eines Gebäudes, Basis einer Bildsäule; βωμῶν Soph. Tr. 989, wie βωμίαν κρηπῖδα Eur. Herc. Fur. 985; ἀμφὶ κρηπῖδας δόμων Ion 510; Her. 1, 93; Xen. An. 3, 4, 6; Arist. Eth. 10, 4, 2 u. Sp.; – häufig übertr. die Grundlage; φαεννὰν ἐλευϑερίας κρηπῖδα βάλλεσϑαι, den Grund zur Freiheit legen, Pind. bei Plut. Them. 8, wie βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων Pind. P. 4, 138 u. κρηπῖδ' ἀοιδᾶν βαλέσϑαι 7, 3, den Gesang begründen, anheben; vgl. Eur. Herc. F. 1261; ähnlich Plat. ἐπὶ ταύτης οἷον κρηπῖδος μονίμου ἐποικοδομεῖν κόσμον πολιτικόν Legg. V, 736 e; vgl. Xen. Mem. 1, 5, 4. – Anders κοὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν Aesch. Pers. 801, wie wir sagen »auf den Grund kommen«. – 3) der Uferrand eines Flusses; Her. 1, 185. 2, 170; Pol. 8, 5, 2; τοῠ λιμένος 5, 37, 8. – 4) eine Art Kuchen, Poll. 6, 77.
-
102 γραῖος
-
103 κυβικός
-
104 γυναι-μανής
γυναι-μανής, = γυναικομανής, weibertoll, Hom. zweimal, Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά Iliad. 3, 39. 13, 769; – Sp., wie Qu. Sm. 1, 726 Ael. N. A. 15, 14.
-
105 κόλυθρον
κόλυθρον, τό, auch κόλυτρον, eine reife Feige; Ath. III, 76 f; Suid. sagt εἶδος φυτοῦ.
-
106 κύδαρος
-
107 γύλιος
γύλιος, ὁ, auch γυλιός accentuirt nach B. A. 228 (εἶδος πήρας στρατιωτικῆς, ἐν ᾡ ἦν σκόροδα καὶ κρόμμυα), der lange u. schmale, geflochtene ( ἐπίμηκες καὶ στενόστομον) Tornister der Soldaten, Ar. Pax 519 Ach. 1062; neben στρωματεύς Alex. Ath. XI, 473 d. Bei Philem. Ath. VII, 231 a änderte Casaub. γυλίαν τιν' ἀργυρωμάτων in γύλιον, wie XI, 483 b aus Critias. Vgl. übrigens γαῦλος.
-
108 κατ-ελέγχω
κατ-ελέγχω (s. ἐλέγχω), verstärktes simplex, überführen; οὐ δὲ μή τι νόον κατελεγχέτω εἶδος, dein Aeußeres strafe dein Inneres nicht Lügen, laß deine Gebehrden u. Worte mit deiner Gesinnung nicht im Widerspruch stehen, Hes. O. 716; ἀνδρῶν ἀρετάν Pind. I. 3, 14, vgl. P. 8, 37; – anzeigen, verrathen, Poll. 5, 42.
-
109 κατα-κλείς
κατα-κλείς, εῖδος, ἡ, 1) eine Art Schloß an den Thüren, καὶ τῆς κατακλεῖδος ἐπιμελοῦ καὶ τοῦ μοχλοῦ Ar. Vesp. 154; auch im plur., Poll. 10, 22. – Später auch an Kleidungsstücken, = κληΐς, Schol. Od. 18, 292. – 21 die Verbindung des Schlüsselbeines mit der Brust; Poll. 2, 133; Hdn. 4, 13, 12; Hesych. erkl. σφαγή, Kehle, durch ὁ κατὰ τὴν κατακλεῖδα τόπος. – 3) Klausel, in der Metrik, Schol. Ar. Ach. 659. – Uebh. der Schluß, Cic. Attic. 2, 3. 9, 18.
-
110 κατῶ-βλεψ
κατῶ-βλεψ, εἶδος ϑηρίου, Theognost. p. 97, 30, = Vorigem.
-
111 γεραρός
γεραρός (γέρων, γεραιός, γέρας; von γεραρός ist γεραίρω abgeleitet, nicht umgekehrt), Achtung gebietend, stattlich, ehrwürdig; Hom. zweimal: Iliad. 3, 170 sagt Priamos ὥς μοι καὶ τόνδ' ἄνδρα πελώριον ἐξονομήνῃς, ὅς τις ὅδ' ἐστὶν Ἀχαιὸς ἀνὴρ ἠύς τε μέγας τε. ἤτοι μὲν κεφαλῇ καὶ μείζονες ἄλλοι ἔασιν· καλὸν δ' οὕτω ἐγὼν οὔ πω ἴδον ὀφϑαλμοῖσιν οὐδ' οὕτω γεραρόν· βασιλῆι γὰρ ἀνδρὶ ἔοικεν; der also Beschdiebene ist Agamemnon; vs. 211 στάντων μὲν Μενέλαος ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, ἄμφω δ' ἑζομένω, γεραρώτερος ἦεν Ὀδυσσεύς. – Bei den Folg. zum Theil = alt, ehrwürdig durch das Alter, vgl. γεραιός; Aesch. Ag. 722; Eur. Suppl. 742; öfter sp. D.; Plut. Alex. 26 γεραρὸς τὸ εἶδος, u. Sp. Auch von Dingen, ansehnlich, stattlich, τράπεζα Xenophan. bei Ath. XI, 462 e; τὸ γερ. ἤϑους M. Ant. 1, 15. Vgl. γεραιρός.
-
112 κιλλός
-
113 καμηλίζω
καμηλίζω, dem Kameele gleichen, ἡ κεφαλὴ εἶδος καμηλίζουσα Heliod. 10, 27.
-
114 κορωναῖος
-
115 γλαυνός
γλαυνός, εἶδος χιτῶνος, Poll. 7, 78.
-
116 ζάγρα
ζάγρα, nach Phot. λοιδορίας εἶδος, vgl. B. A. 98 aus Timostratus, der auch ζάγριον τὰς βασάνους καὶ τὰς πληγὰς λέγει.
-
117 κάλπος
κάλπος, τό, dasselbe, Hesych. ποτηρίου εἶδος.
-
118 εὐ-γενής
εὐ-γενής, ές, wohlgeboren, von edler Abkunft, Geburt, Aesch. Spt. 391; εὐγενὲς γύναι Pers. 690; λέοντος εὐγενοῠς ἀπουσία Ag. 1232; Soph., wo Kreon die Athener anredet, χϑονὸς τῆςδ' εὐγενεῖς οἰκήτορες, O. C. 732, die als Autochthonen edler Abkunft sich rühmen; auch ἵππος εὐγενής, El. 25; Eur. oft, auch εὐγενὴς δόμος, Ion 1540; ἀπ' εὐγενοῠς ῥίζης I. T. 609; übertr. auf das edle Aeußere, εὐγενῆ παρϑένον εἶδος Hel. 10; δέρη, παρηΐς, 136 Ion 242; πρόςωπον εὐγενὲς τέκνων Med. 1072; Her. 5, 6. – Arist. unterscheidet A. H. 1, 1 wie rhet. 2, 15 εὐγενὲς τὸ ἐξ ἀγαϑοῠ γένους, κατὰ τὴν τοῠ γένους ἀρετήν von γενναῖον, τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὑτοῠ φύσεως. – Von Thieren u. Pflanzen, von guter Race, guter Art, Arist. H. A. 1, 8; Ael. V. H. 2, 14 u. A.; χώρα, Plut. Cat. min. 25; Soph. frg. 713 sagt vom Monde ὅταν περ αὑτῆς εὐγενεστάτη φανῇ, d. i. beim Vollmonde. – Uebertr., edelgesinnt, hochsinnig, eine Gesinnung, wie sie der von edler Geburt haben muß, κατὰ μεταφορὰν μεγαλοπρεπὴς καὶ γενναῖος, Arist. rhet. 2, 15; φύσις Soph. Phil. 862; εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσϑλῶν κακή Ant. 38; Eur. u. in Prosa; Beschäftigungen, die des Edlen würdig sind, Aesch. u. A., Ggstz ἀγεννής. Auch von der Sprache u. dem Styl, D. Hal. u. a. Sp.
-
119 εἰδύλλιον
-
120 εἴδωλον
εἴδωλον, τό, εἶδος, Bild: – a) bei Hom. Gestalt, die Einem ähnlich ist, Il. 5, 450; εἴδωλον ποίησε, δέμας δ' ἤϊκτο γυναικί Od. 4, 796; vgl. Plat. Rep. IX, 586 c. Dah. καμόντων εἴδωλα, die Schattenbilder der Gestorbenen, denn es fehlt ihnen das Wesen selbst, Od. 11, 476 Il. 23, 72; vgl. σκιᾶς εἴδωλον Aesch. Ag. 839 u. Plat. Rep. VII, 532 c; so noch Sp., wo es »Gespenst« bedeutet. – b) die Nachbildung, Bild, z. B. γυναικὸς χρύσεον εἴδ. Her. 1, 51, vgl. 6, 58; sonst in Prosa; λόγος εἴδψυχῆς Isocr. 3, 7; das Bild ist aber nicht der Gegenstand selbst, dah. εἴδωλον καὶ ψεῠδος verbunden, Trugbild, Plat. Theaet. 150 c, u. dem ἀληϑές entggstzt, ibd. – c) bei den Stoikern das Bild in der Seele, Vorstellung, Cic. Fam. 15, 16; vgl. Xen. Conv. 4, 21. – d) οὐράνια, die Sternbilder, Ap. Rh. 3, 1004. – e) N. T u. K. S. Götzenbild.
См. также в других словарях:
Είδος — (eidos) (греч.) см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
εἶδος — that which is seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είδος — το (AM εἶδος) 1. η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, μορφή, σχήμα 2. στον πληθ. διάφορα αντικείμενα για ορισμένη χρήση το καθένα μσν. νεοελλ. 1. υλική ποιότητα («οὐκ ἐξὸν ἀπαριθμεῑν τὸ εἶδος τών πραγμάτων», Διγ.) 2. πράγμα μσν. στον πληθ. α)… … Dictionary of Greek
είδος — το γεν. ους, πληθ. η 1. η εξωτερική όψη των πραγμάτων, σχήμα, μορφή. 2. ποιότητα υλική ή ηθική: Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός; 3. στον πληθ., είδη, τα τα διάφορα αντικείμενα ορισμένης χρήσης ή προέλευσης: Στρατιωτικά είδη. 4. (λογ.), κάθε έννοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εἶδος — Théorie des formes Dans la série Articles sur Platon [remarque] Connaissance Théorie des formes Dialectique … Wikipédia en Français
εἰδός — οἶδα see perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… … Dictionary of Greek
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek
βακτηριοχλωροφύλλη — Είδος χλωροφύλλης που εμφανίζουν τα φωτοσυνθέτοντα βακτήρια. Απαντώνται 4 είδη β., τα a, b, c, d. Τα ερυθροβακτήρια περιέχουν μόνο ένα είδος χλωροφύλλης που είναι –ανάλογα με το είδος του μικροοργανισμού– β. είτε a είτε d. Τα πράσινα βακτήρια… … Dictionary of Greek
βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… … Dictionary of Greek
Вид понятие в логике — (είδος, species, Art, espèce) в логике видом называется понятие, подчиненное более общему роду и занимающее (по объему и содержанию) среднее место между родовым и индивидуальными понятиями. В этом смысле вид не имеет постоянного содержания … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона