-
81 είακε
εἴᾱκε, ἐάωsuffer: perf imperat act 2nd sg (attic)εἴᾱκε, ἐάωsuffer: perf ind act 3rd sg (attic) -
82 εἴακε
εἴᾱκε, ἐάωsuffer: perf imperat act 2nd sg (attic)εἴᾱκε, ἐάωsuffer: perf ind act 3rd sg (attic) -
83 είακεν
εἴᾱκεν, ἐάωsuffer: plup ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)εἴᾱκεν, ἐάωsuffer: perf ind act 3rd sg (attic) -
84 εἴακεν
εἴᾱκεν, ἐάωsuffer: plup ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)εἴᾱκεν, ἐάωsuffer: perf ind act 3rd sg (attic) -
85 ειακότα
εἰᾱκότα, ἐάωsuffer: perf part act neut nom /voc /acc pl (attic)εἰᾱκότα, ἐάωsuffer: perf part act masc acc sg (attic) -
86 εἰακότα
εἰᾱκότα, ἐάωsuffer: perf part act neut nom /voc /acc pl (attic)εἰᾱκότα, ἐάωsuffer: perf part act masc acc sg (attic) -
87 ειάθην
εἰά̱θην, ἐάωsuffer: aor ind pass 3rd pl (attic epic doric aeolic)εἰά̱θην, ἐάωsuffer: aor ind pass 1st sg (attic doric) -
88 εἰάθην
εἰά̱θην, ἐάωsuffer: aor ind pass 3rd pl (attic epic doric aeolic)εἰά̱θην, ἐάωsuffer: aor ind pass 1st sg (attic doric) -
89 ειάσα
εἰά̱σᾱ, ἐάωsuffer: pres part act fem nom /voc /acc dual (epic doric)εἰά̱σᾱ, εἰάζωcry: fut part act fem nom /voc /acc dual (doric) -
90 εἰάσα
εἰά̱σᾱ, ἐάωsuffer: pres part act fem nom /voc /acc dual (epic doric)εἰά̱σᾱ, εἰάζωcry: fut part act fem nom /voc /acc dual (doric) -
91 πραεία
πρᾱεῖα, πρᾶοςGött. Nachr.fem nom /voc sg——————πρᾱͅεῖα, πρᾶοςGött. Nachr.fem nom /voc sg -
92 ἀλάθεια
1 truthaτελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι O. 7.69
Οὐλυμπία, δέσποιν' ἀλαθείας O. 8.2
ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον χρόνος O. 10.54
εἰ δὲ νόῳ τις ἐχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v. l. ἀτρεκές.) N. 5.17εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν N. 7.25
φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ;γτ; ἄγχιστα βαῖνον, χρήματα χρήματ ἀνήρ” ( ἐτᾶς supp. Bergk: ὁδῶν Hermann.) I. 2.10b pro pers.θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός O. 10.4
ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205. -
93 γλυκύς
γλῠκύς (-ύς, -ύν; -εῖα, -είας, -εῖαν, -εῖα, -εῖαι; -ύ nom., acc.; - έα nom.: γλυκυτέραν: γλυκυτάτᾳ, -αις)1 sweeta of persons.γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.57
cf. O. 6.91 —b of things.ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων P. 2.37
καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν μεῖξαι P. 4.223
γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24
ἀνάπαυσις ἐν παντᾰ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
Ἄπολλον, γλυκὺ δἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος P. 10.10
γλυκὺν νόστον ἐρεισάμενοι N. 9.22
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47
γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν pr. fr. 110. δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον pr. fr. 124c. esp., sweet in sound ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν (sc. ᾠδήν) O. 1.109ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν O. 4.5
ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν O. 5.1
ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν O. 6.91
γλυκὺν καρπὸν φρενός O. 7.8
λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται O. 7.77
πτερόεντα δἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ' ὀιστόν O. 9.11
γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς ταὐλὸς O. 10.94
γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.32
ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδαὐτίκα, φόρμιγξ N. 4.44
γλυκεἶ ἀοιδά N. 5.2
ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48
ἀλλἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3
ἐγκιρνάτω τίς μιν, γλυκὺν κώμου προφάταν N. 9.50
οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.7
παυσάμενοι δἀπράκτων κακῶν γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8
παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101
μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm. Wil.)Πα... ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν Pae. 7.11
γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες (sc. τῶν Κηληδόνων) Pae. 8.75c of thoughts, feelings.χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.19
νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33
γλυκείας Ἀφροδίτας O. 6.35
αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν O. 13.115
σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα γίνεται πάντα βροτοῖς (codd.: γλυκἔ ἄνεται Kayser) O. 14.6γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26
τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον P. 4.184
γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν pr. P. 6.52τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23
ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36
πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.10
γλυκεῖα Ἐλπίς fr. 214. 1. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217. pro subs., τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά prosperity I. 7.48d fragg. ]μον γλυκεἰ[ Pae. 22.3
]πειρατο γλυκυ[ Πα. 22g. 5. γ]λυκὺν υ[ (supp. Lobel) Θρ. 4b. 4. -
94 εὐκάρπεια
εὐκάρπ-εια, ἡ,A = εὐκαρπία, in dat. - είᾳ (- ίᾳ codd.), E.Tr. 217 (lyr.); cf. παγκάρπεια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκάρπεια
-
95 καταρτεία
A = ἐξαρτία, PSI9.1030.6 (ii A. D.), POxy.1208.14 (iii A.D.); written [full] καταρθία and [suff] καταρτ-εία PLond.3.1164 (h) 17,25 (iii A.D.), PSI9.1072.10 (iii A.D.).II v.l. for -άρτιος, Artem.2.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρτεία
-
96 κορεία
A brushing: attendance, prob.in Hsch.------------------------------------ -
97 προσεδρεία
προσεδρ-εία, or [suff] προσεδρ-εδρία (required by metre in E.Or.93 and found in Pap. of Phld. (v. infr.), but - εία PTeb. (v. infr.)), ἡ,A sitting by or near: esp.,1 besieging, blockade, Th.1.126, D.C.36.51.2 close attention to a thing, assiduity, PTeb.24.39 (ii B.C.), Phld.Rh.1.232 S., Longin. ap. Porph.Plot.19, Iamb.Protr.6; esp. sitting by a sick-bed, E.Or.93, 304; αἱ τῶν τέκνων π. attentions paid by them, Hierocl. p.58A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεδρεία
-
98 πρυτανεία
A presidency, at Athens the period during which the πρυτάνεις of each φυλή in turn presided in the βουλή and ἐκκλησία, Antipho 6.45, And.1.73; ἑνδεκάτῃ τῆς πρυτανείας (sc. τῆς Πανδιονίδος) Decr. ap. D.24.27, cf. Lex ib.39, IG12.57.53,al., 22.212.4, 223 A4, al.: also κατὰ πρυτανείαν by presidencies, i.e. every 35 or 36 days, Lys.30.5, D.59.27; ὁ γραμματεὺς ὁ κατὰ π. IG22.120.16, al.; καθ' ἑκάστην π. Aeschin.3.25.II office or government of πρυτάνεις, at Miletus, Arist.Pol. 1305a17; at Rhodes, Plu.2.813d (pl.); at Halicarnassus, SIG1015.2; at Mytilene, IG 12(2).68.2 any public office held by rotation for given periods; π. τῆς ἡμέρης the chief command for the day, held by each general in turn, Hdt.6.110.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυτανεία
-
99 συνεδρεία
συνεδρ-εία, ἡ,A sitting as σύνεδροι or in conference, session, meeting, Aeschin.3.93,94, SIG330.34 (Ilium, iv B.C.), PFrankf.7v.14 (iii B.C.), PTeb.43.30, 61 (b). 223, 72.155, 171 (ii B.C.); ἀποχωροῦντα ἀπὸ τῆς ς. withdrawing from the circle of friends, X.Mem.4.2.3; ἡ μετὰ τῶν φίλων ς. his conference with his friends, Plb.18.54.2;παρακληθεὶς ἐπὶ συνεδρείαν Phld.Vit. p.31
J.; coupled with συμβουλή, Vit.Philonid.p.10 C.; sitting of the Roman Senate, D.C.55.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεδρεία
-
100 συνεφίαζεν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεφίαζεν
См. также в других словарях:
εἴα — εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer pres imperat act 2nd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εία — εἶα (Α) (επιφώνημα παρακελευσματικό) 1. έλα λοιπόν, εμπρός 2. με άλλα μόρια (π.χ. «εἶα δή» έλα λοιπόν) 3. με το ου σε ερώτηση ισοδυναμεί με προσταγή («οὐκ εἶα πώλοις ἐμβαλόντες ἠνίας... δραμεῑσθε», Ευρ.) … Dictionary of Greek
εἵα — εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer pres imperat act 2nd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἷα — εἶα , εἶα on! up! away poetic indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐία — ἐΐα , εἶα on! up! away poetic indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἶα — on! up! away poetic indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που δεν είναι οξύς, κοφτερός: Το μαχαίρι είναι πια αμβλύ. 2. (στη γεωμετρία), η μεγαλύτερη από την ορθή γωνία λέγεται αμβλεία. 3. αδυνατισμένος, άτονος: Η ακοή του είναι πια αμβλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδύς, -εία, -ύ — επίρρ., βραδέως ο αργός, ο βαρύς, ο δυσκίνητος: Είναι τόσο βραδύς, που του παίρνει ώρες για να τελειώσει οτιδήποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχύς, -εία, -ύ — επίρρ. βραχέως 1. κοντός: Παρόλο που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε εξαιρετικά βραχύ ανάστημα. 2. σύντομος: Όλα έγιναν σε βραχύ χρονικό διάστημα. 3. φρ., «βραχέα φωνήεντα», τα ο, ε· «βραχέα κύματα», κατηγορία ραδιοφωνικών κυμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δριμύς, -εία, -ύ — οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός: Δριμύ ψύχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευθύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση της ευθείας, αλλ. ευθύγραμμος, ίσιος. 2. μτφ., ο χωρίς περιστροφές, ο ειλικρινής, ο τίμιος: Άνθρωπος ευθύς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)