-
1 σύνεδροι
σύνεδροςsitting with in council: masc /fem nom /voc pl -
2 ξύνεδροι
σύνεδροι, σύνεδροςsitting with in council: masc /fem nom /voc pl -
3 κάθ-ημαι
κάθ-ημαι (s. ἧμαι), ion. κάτημαι; inf, καϑῆσϑαι; conj. κάϑωμαι, Eur. I. A. 1177, καϑώμεϑα Hel. 1084, wie Dem. 4, 44, aber καϑῆται Ar. Equitt. 751; opt. καϑοίμην, Ar. Lys. 149 (v. l. καϑήμεϑα), καϑοῖτο Ran. 919; Xen. Cyr. 5, 1, 7; Plat. Theag. 130 e; κάϑῃ, = κάϑησαι, Hyperid. bei B. A. 100, 32, vgl. Lob. zu Phryn. 360; imperf. ἐκαϑήμην, auch καϑῆστο, Eur. Bacch. 1102 u. Plat., καϑῆντο Ar. Eccl. 302, καϑῆσϑε Dem. 25, 22, v. l. ἐκάϑησϑε, s. Poll. 3, 89; – sitzen, dasitzen, sich niederlassen; αὐτός τε κάϑησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il. 2, 191; ἀκέουσα καϑῆστο, schweigend saß sie da, 1, 569; ἕκηλοι σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καϑείατο 11, 76; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16, 407; ἐπ' ἀκτῆς Od. 5, 82; ἐν λεχέεσσι 10, 497; behaglich sitzen, thronen, 16, 264; übh. sich wo aufhalten, bes. ruhig verweilen, βουσὶν ἐπ' ἀλλοτρίῃσι, bei fremden Ochsen, 20, 221; ἐν σκότῳ καϑήμενος Pind. Ol. 1, 83; οὔτοι κάϑησϑε δωμάτων ἐφέστιοι ἐμῶν Aesch. Suppl. 360; προςπεσόντα βωμῷ καϑῆσϑαι τῷ Ποσειδῶνος Soph. O. C. 1160; καϑήμεϑ' ἄκρων ἐκ πάγων Ant. 407, wo ἐκ aus dem Zusammenhange klar ist, von dort aus spähend; ἕδραν Eur. Heracl. 55; ϑρόνῳ El. 315 ( ἐν ϑρόνῳ Plat. Prot. 315 c, ἐπὶ δίφρου Rep. I, 328 c); ἀσπίδων ἔπι Phoen. 1476; πρὸς τὸ πῦρ Ar. Vesp. 773; ἐπὶ τῇ τραπέζῃ Dem. 49, 42; κατήμενος ἐν τῇ τάξι Her. 9, 72) bes. ruhig dasitzen, sich ruhig, müßig verhalten, ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι 3, 134; ἐν πένϑεϊ μεγάλῳ 1, 45; ἐβούλετο προϊέναι καὶ μὴ καϑῆσϑαι Thuc. 4, 124, wie Dem. vrbdt μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καϑημένους, 4, 9; οὐδὲν ποιοῦντες ἐνϑάδε καϑήμεϑα, μέλλοντες ἀεί 11, 17; sich lagern, καϑημένου αὐτοῦ περὶ τούτους τοὺς χώρους Thuc. 2, 101, wie 2, 20, von einer Belagerung. – Es ist auch das eigtl. Wort von den zu Gericht sitzenden Richtern, Ar. Nubb. 208; οὐ γὰρ ἐπὶ τούτῳ κάϑηται ὁ δικαστής Plat. Apol. 35 c, öfter; Aesch. 1, 162; οἱ καϑήμενοι = σύνεδροι Thuc. 5, 85; die Zuschauer, Hegesipp. Ath. VII, 290 b. – Aufgestellt sein, stehen, οἱ Σειληνοὶ οἱ ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καϑήμενοι Plat. Conv. 215 a; ἀ νδριάντα ἐν τῇ ἀγορᾷ καϑήμενον Arist. Pol. 5, 12; – gelegen sein, Ηλις ἡ Διὸς γείτων κάϑηται Eur. bei Strab. VIII, 563. – Von Gegenden, niedrig liegen, Ael. V. H. 3, 1, χωρία H. A. 16, 12, v. l. καϑειμένα.
-
4 συνεδρεία
συνεδρ-εία, ἡ,A sitting as σύνεδροι or in conference, session, meeting, Aeschin.3.93,94, SIG330.34 (Ilium, iv B.C.), PFrankf.7v.14 (iii B.C.), PTeb.43.30, 61 (b). 223, 72.155, 171 (ii B.C.); ἀποχωροῦντα ἀπὸ τῆς ς. withdrawing from the circle of friends, X.Mem.4.2.3; ἡ μετὰ τῶν φίλων ς. his conference with his friends, Plb.18.54.2;παρακληθεὶς ἐπὶ συνεδρείαν Phld.Vit. p.31
J.; coupled with συμβουλή, Vit.Philonid.p.10 C.; sitting of the Roman Senate, D.C.55.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεδρεία
См. также в других словарях:
σύνεδροι — σύνεδρος sitting with in council masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύνεδροι — σύνεδροι , σύνεδρος sitting with in council masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαμπίνοι — Δικαστικοί σύνεδροι στο κράτος των Φράγκων. Διορίζονταν από αντιπρόσωπους της κεντρικής κυβέρνησης και κόμητες. Ο θεσμός των Σ. πρωτοεμφανίστηκε με τη μεταρρύθμιση του Καρλομάγνου (809) και αντικατάστησε το θεσμό των ράχινμπουργκ, δηλαδή των… … Dictionary of Greek
συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί … Dictionary of Greek
Союзы — Греция. Вне пределов родного города древние греки не пользовались никакими правами и не могли рассчитывать на покровительство должностных лиц чужого государства. Такая беззащитность, если и несколько смягчалась тем, что все чужестранцы находились … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Confédération ionienne — Dans l Antiquité, la Confédération ionienne (en grec ancien Τὸ Κοινὸν τῶν Ἰώνων / tò koïnòn tỗn Iốnôn), également connue sous la simple dénomination les Ioniens (en grec ancien Οἱ Ἴωνες / Hoi Íônes) (ou encore Ligue ionienne, ou Dodécapole… … Wikipédia en Français
Liga Jónica — En la Antigua Grecia, la Liga Jónica (griego antiguo Τὸ Κοινὸν τῶν Ἰώνων, tò koïnòn tỗn Iốnôn), también conocida con la simple denominación de los jonios (griego antiguo Οἱ Ἴωνες, Hoi Íônes) (o Dodecápolis jonia) era una alianza de doce ciudades… … Wikipedia Español
SYNEDRI. Dii — Graece Σύνεδροι, dicti sunt Dii ex hominibus facti qui alias σύνθρονοι, πάρεδροι, et Latini Consentes, quod quasi atsessores coeterorum Deorum fururi, eorum synodo seu collegio ascriberentur, de quibus pluribus agit Salmas. ad Spartian. in… … Hofmann J. Lexicon universale
σύνεδρος — ο, η / σύνεδρος, ον, ΝΑ ως ουσ. μέλος συνεδρίου νεοελλ. 1. τακτικός δικαστής 2. στον πληθ. οι σύνεδροι ονομασία τών δικαστών τού Συμβουλίου Επικρατείας αρχ. 1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων… … Dictionary of Greek
χαιρετίζω — ΝΜΑ, και χαιρετώ, άω, Ν απευθύνω χαιρετισμό, προσαγορεύω κάποιον με τις λέξεις χαίρε ή χαίρετε (α. «χαιρετίζω την αφεντιά σας» β. «καὶ Σάρρα δὲ ὑπήντησεν αὐτῷ καὶ ἐχαιρέτισεν αὐτόν», ΠΔ) 2. εκφράζω σε κάποιον, που συναντώ, τη συμπάθεια, την αγάπη … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek