-
1 συνεφίαζεν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεφίαζεν
-
2 συνεφειάζω
A v. συνεφίαζεν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεφειάζω
См. также в других словарях:
συνεφίαζεν — και συνεφείαζεν Α (κατά τον Ησύχ.) «εἶα ή εἷα ἐκάλει». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + επί + εἶα «επιφωνηματική κραυγή»] … Dictionary of Greek
συνεφείαζεν — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. συνεφίαζεν … Dictionary of Greek