-
41 γιγάντειος
εία, ον гигантский, громадный, колоссальный -
42 γλυκύς
εία, ύ см. γλυκός -
43 γυναικείος
εία, είο[ν]1) женский; присущий женщине; дамский;γυναικείοςείο φύλο — женский пол;
γυναικείοςεια παπούτσια — женская обувь;
ράφτης γυναικείοςείων — дамский портной;
με γυναικείοςεία χάρη — женственно; — с женской грацией;
2) презр. бЗбий;§ γυναικείοςεία μυαλά — легкомыслие;
γυναικείοςείες κουβέντες — болтовня, вздор;
γυναικείοςεία λάθη — венерические болезни
-
44 δασύς
εία, ύ см. δασός -
45 δριμύς
εία, ύ1) в разн. знач сильный; резкий;δριμύ ύφος — резкий тон;
δριμύς πόνος — резкая, острая боль;
2) суровый (о климате);δριμύ ψύχος — сильный мороз;
δριμύς χειμώνας — суровая зима;
3) перен. резкий; колкий, язвительный;δριμεία φράση — язвительная фраза, колкость;
δριμεία επίπληξη — строгий выговор
-
46 ελεγείος
εία, ον см. ελεγειακός -
47 επιτήδειος
εία, ον1) искусный, умелый; способный; опытный; 2) ловкий, пронырливый, хитрый, изворотливый -
48 ηδύς
εία, ύ1) сладкий, вкусный; 2) приятный, симпатичный, миловидный; 3) сладостный, упоительный -
49 ηφαίστειος
-
50 θρασύς
εία, ύ 1. дерзкий, наглый, нахальный;2. (ο) наглец, нахал -
51 ίππειος
εία и ος, ον лошадиный, конский;ίππειο κρέας — конина
-
52 καδμείος
εία, ον кадмейский, относящийся к Кадму;§ η καδμεία (νίκη) — кадмейская победа (гибельная для обеих сторон)
-
53 κεράμειος
εία, ον глиняный -
54 λοχείος
εία, ον см. λόχιος -
55 οθνείος
εία, ον чужой, чуждый;οθνεία έθιμα — чужие обычаи
-
56 οικείος
εία, είο(ν]1) домашний; семейный; 2) свой, близкий;οι συγγενείς και οικείοι — родные и близкие;
3) собственный, свой;οικεία βουλήσει ( — или προαιρέσει) — по собственному желанию; — добровольно;
4) знакомый, привычный;οικείον περιβάλλον — знакомая среда, свои;
5) подходящий, уместный; надлежащий -
57 όνειος
εία, ο ν уст. ослиный -
58 οξύς
εία, ύ1) острый; остроконечный; заострённый, отточенный; οξεία σπάθη острая сабля; οξεία κορυφή острая вершина; 2) острый, сильный (о слухе, зрении, тж. о еде, боли, болезни и т. п.); 3) кислый; 4) перен. острый, остроумный; 5) резкий (тж. перен.), пронзительный (о голосе, звуке и т. п.); οξείες αντιθέσεις острые противоречия; § οξεία γωνία мат. острый угол -
59 πριάπειος
εία, ον непристойный; развратный, распутный -
60 πρόβειος
εία, ον см. προβάτειος
См. также в других словарях:
εἴα — εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer pres imperat act 2nd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εία — εἶα (Α) (επιφώνημα παρακελευσματικό) 1. έλα λοιπόν, εμπρός 2. με άλλα μόρια (π.χ. «εἶα δή» έλα λοιπόν) 3. με το ου σε ερώτηση ισοδυναμεί με προσταγή («οὐκ εἶα πώλοις ἐμβαλόντες ἠνίας... δραμεῑσθε», Ευρ.) … Dictionary of Greek
εἵα — εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer pres imperat act 2nd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἷα — εἶα , εἶα on! up! away poetic indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐία — ἐΐα , εἶα on! up! away poetic indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἶα — on! up! away poetic indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που δεν είναι οξύς, κοφτερός: Το μαχαίρι είναι πια αμβλύ. 2. (στη γεωμετρία), η μεγαλύτερη από την ορθή γωνία λέγεται αμβλεία. 3. αδυνατισμένος, άτονος: Η ακοή του είναι πια αμβλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδύς, -εία, -ύ — επίρρ., βραδέως ο αργός, ο βαρύς, ο δυσκίνητος: Είναι τόσο βραδύς, που του παίρνει ώρες για να τελειώσει οτιδήποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχύς, -εία, -ύ — επίρρ. βραχέως 1. κοντός: Παρόλο που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε εξαιρετικά βραχύ ανάστημα. 2. σύντομος: Όλα έγιναν σε βραχύ χρονικό διάστημα. 3. φρ., «βραχέα φωνήεντα», τα ο, ε· «βραχέα κύματα», κατηγορία ραδιοφωνικών κυμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δριμύς, -εία, -ύ — οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός: Δριμύ ψύχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευθύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση της ευθείας, αλλ. ευθύγραμμος, ίσιος. 2. μτφ., ο χωρίς περιστροφές, ο ειλικρινής, ο τίμιος: Άνθρωπος ευθύς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)