Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἴσθεσις

См. также в других словарях:

  • είσθεσις — εἴσθεσις, η (AM) 1. τοποθέτηση μέσα σε κάτι 2. (στην τυπογραφία) η εισοχή στίχου, η γραφή τού πρώτου γράμματος ένα διάστημα δεξιότερα από την αρχή άλλων στίχων αρχ. 1. αρχή 2. εισαγωγή …   Dictionary of Greek

  • εἴσθεσις — putting in fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσθέσει — εἴσθεσις putting in fem nom/voc/acc dual (attic epic) εἰσθέσεϊ , εἴσθεσις putting in fem dat sg (epic) εἴσθεσις putting in fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσθεσιν — εἴσθεσις putting in fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσθέσεως — εἰσθέσεω̆ς , εἴσθεσις putting in fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»