-
1 Είρας
-
2 Εἴρας
-
3 είρας
εἴρᾱς, εἴρηa place of assembly: fem acc plεἴρᾱς, εἴρηa place of assembly: fem gen sg (attic doric aeolic)εἴρᾱς, εἴρωfasten together in rows: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 εἴρας
εἴρᾱς, εἴρηa place of assembly: fem acc plεἴρᾱς, εἴρηa place of assembly: fem gen sg (attic doric aeolic)εἴρᾱς, εἴρωfasten together in rows: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 εἴρω
εἴρω (A), [tense] aor. εἶρα (v. infr.), also ἔρσα (v. διείρω):—[voice] Pass., [tense] pf. part. ἐρμένος (ἐν-) Hdt.4.190; [dialect] Ep. ἐερμένος (v. infr.):—mostly in compds., ἀν-, δι-, ἐν-, ἐξ-, συν-είρω:—A fasten together in rows, string, used by Hom. only in [dialect] Ep. [tense] pf. [voice] Pass., ἠλέκτροισιν ἐερμένος [a necklace] strung with pieces of amber, Od.18.296, and [tense] plpf. [voice] Pass.,μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο 15.460
; περὶ στήθεσσιν ἔερτο [μίτρη] A.R.3.868; τὸ εὖ εἰρόμενον a connected system, Plot.2.3.7.II after Hom.in [voice] Act.,στεφάνους εἴ. Pi.N.7.77
;εἴ. τὰ θεῖα Plu.2.1029c
; insert,εἰς βρόχον εἴρας τὸν τράχηλον Zaleuc.
ap. Stob.4.2.19 ad fin., cf. PMag.Par.1.259; esp. in speech, string together, ὁ εἴρας καὶ συνυφάνας ἕκαστα [λόγος] Ph.1.499;θρῆνον J.BJ6.5.3
;πολλὰ ὀνόματα Philostr.VA 1.20
, cf. 6.17;οἱ μηδὲ δύο σχεδὸν ῥήματα δεξιῶς εἴρειν δυνάμενοι S.E. M.1.98
:—[voice] Pass., εἰρομένη λέξις continuous, running style, i.e. not antithetic or with balanced periods, Arist.Rh. 1409a29.2 εἰρόμενον, τό, ' dossier' of documents, Mitteis Chr.184.9 (iii A.D.);εἰ. τραπεζιτικόν PLips.9.22
. (Etym. dub., cf. either Lat. sero or Lith. vérti 'thread'.)-------------------------------------------εἴρω (B),A say, speak, tell:—[voice] Act. is used by Hom. only in Od., and in 1 pers.,μνηστῆρσιν δ'.. τάδε εἴρω 2.162
, cf. 13.7;τὰ δέ τοι νημερτέα εἴρω 11.137
:—[voice] Med. in same sense,καὶ εἴρετο δεύτερον αὖτις Il.1.513
;εἴροντο δὲ κήδε' ἑκάστη Od.11.542
, cf. Nic.Th. 359:—[voice] Pass., [ per.] 3sg. εἴρεται is said, Arat.172, 261: for other forms v. ἐρῶ. ( ϝέρ-yω, fr. root of ἐρῶ, q.v.)-------------------------------------------εἴρω (C),A ask: for [voice] Act. forms (stem ἐρε ([etym.] ϝ)-), v. ἐρέω (A): for [voice] Med. forms (stems ἐρε ([etym.] ϝ )- and ἐρ ([etym.] ϝ)-), v. ἔρομαι, ἐπείρομαι. -
6 εξάειρας
ἐξά̱ειρας, ἐξαείρωaor ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ἐξαείρωaor ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) -
7 ἐξάειρας
ἐξά̱ειρας, ἐξαείρωaor ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ἐξαείρωaor ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) -
8 ἀραιός
-
9 χείρ
χείρ (χερός, χερί, χέρα, χερσί(ν), χέρας; χειρός, χειρί, χεῖρ(α), χεῖρες, -ῶν, -εσσι(ν), - ας; dual. χεροῖν.)1 handa in carrying, seizing, simm.ὅρμοισι χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74
φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν O. 7.1
σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30
ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72
οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.95
χερὶ διδύμᾳ P. 2.9
χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις P. 3.57
χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν P. 4.193
θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11
δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45
ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ N. 1.52
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.44
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω N. 11.32
ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς I. 1.24
σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.34
βέλος διώξει χερὶ I. 8.35
]χειρὶ μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11
χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2.. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.b of physical combat, contests of strength, simm. “οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσον” O. 4.25φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον O. 8.75
τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100
χερσὶ βιαταὶ P. 1.42
χείρεσσιν ἢ βουλαῖς P. 4.72
ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς N. 6.35
Μελησίαν χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει Σ.) N. 8.8χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39
σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48
ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21
ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
αἰνέω καὶ Πυθέαν χερσὶ δεξιόν, νόῳ ἀντίπαλον I. 5.61
“υἱὸν χεῖρας Ἄρεί λτ;τγτ; ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶν (Hermann: ἄρει χεῖρας codd.) I. 8.37ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65
c of violence ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ' ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (sic codd.: post χειρῶν distinxit Bergk) P. 8.77 τὸν δὴ Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (Er. Schmid: χερῶν codd.) P. 11.18ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας N. 3.62
λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς N. 4.55
κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ fr. 35. χ]εῖρας ἀραιάς (supp. Bowra) Πα. 13. b. 4.d of swearing, praying, salutationχεῖρας ἀντεῖναι O. 7.65
φίλας ὤρεγον χεῖρας P. 4.240
, cf. P. 4.37, P. 9.122πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ N. 5.11
ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους I. 6.41
e of labour, workοὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν O. 7.51
“ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις” O. 8.42ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
f of love, friendship, tenderness “ χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις” P. 4.37μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα P. 4.271
“ ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν” P. 9.36παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν P. 9.122
cf. P. 4.240, N. 11.32g of directionσχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς P. 6.19
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός N. 7.94
δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρός fr. 146. 2.h of givingφίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94
χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55
i of admonitionὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον O. 10.4
Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.j fragg. χερὶ fr. 33a.πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ Pae. 15.6
χεῖρ' Ἀκιδαλίας fr. 244. χειρὸς ἀκμᾷ fr. 334b. 9. χερί τε κρ[ P. Oxy. 2450, fr. 7. -
10 εἴρη
A = ἀγορά or ἐκκλησία, a place of assembly,εἰράων προπάροιθε καθήμενοι Il.18.531
(cf. Sch. ad loc. and EM483.3);ἐπιμίσγεται.. εἴρας ἐς ἀθανάτων Hes.Th. 804
(Herm. for εἰρέας): expld. by Hsch. as = ἐρώτησις, φήμη, κληδών (also written ἰρά, ἱρά, by Gramm., cf. Apollon.Lex., EM475.12, Suid.).------------------------------------εἴρη (B), ἡ, -
11 *εἴρη
*εἴρηGrammatical information: f.Meaning: taken as `speaking-, convention-place', after H. = ἐρώτησις, φήμη, κληδών, after EM 483, 3 = ἐκκλησία and μαντεία.Other forms: only εἰράων Σ 531 (verse beginning), also (id.) εἰρέας H. Th. 804 (conj. εἴραις, εἴρας)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Of old to ἐρῶ, εἴρηκα ( εἴρω) `say', but basis unclear; nom. *εἶρα \< *Ϝέρ-ι̯α? - S. also εἰρήνη.Page in Frisk: 1,466Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > *εἴρη
См. также в других словарях:
Εἴρας — Εἴρᾱς , Εἴρα fem acc pl Εἴρᾱς , Εἴρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴρας — εἴρᾱς , εἴρη a place of assembly fem acc pl εἴρᾱς , εἴρη a place of assembly fem gen sg (attic doric aeolic) εἴρᾱς , εἴρω fasten together in rows aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Είρας, δήμος — Νέος δήμος (997 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Σώστου, Αμπελιώνας, Κακαλετρίου, Νέδας, Πέτρας, Σκληρού, Στασίμου και Συρρίζου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του… … Dictionary of Greek
CHARMIONE — Cleopatrae ancilla, spontaneam Dominae mortem imitata. Plut. in Anton. Graece χάρμιον scribitur, vel χαρμιόμη, vel χαρμιουνώ. Plut. in Antonino, Εἴρας ἡ Κλεοπάτρας κουρεύτρια καὶ Χάρμιον, ὑφ᾿ ὧν τὰ μέγιςτα διονικεῖται τῆς ἡγεμονίας, Iras… … Hofmann J. Lexicon universale
Αριστομένης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας των Μεσσηνίων (7ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Πύρρου ή του Νικομήδη και της Νικοτέλειας, από το γένος των Αιπυτιδών. Ξεσήκωσε τους Μεσσηνίους εναντίον της Σπάρτης και έδειξε τόση ανδρεία στον Β’ Μεσσηνιακό… … Dictionary of Greek
Ira (Griechenland) — Stadtgemeinde Ira Δήμος Είρας (Είρα) … Deutsch Wikipedia
Административное деление нома Мессения — В нижеследующем списке перечислены административные единицы нома Мессения. Население нома 176 876 жителей. Столица Каламата. В настоящее время ном Мессения состоит из 29 димов и двух сообществ. Дим Каламата (Δήμος Καλαμάτας) … Википедия
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
TAIRA — una ex illustribus Cleopatrae ancillis, ἡ ἀναπλέκουσα τὰς τρίχας ἐυτρεπῶς, quae comam illius decenter implicabat: Sicut Charmione altera erat, ἡ ἀπιτέμνουσα τὰς ὑπεροχὰς τῶ ὀνύχων ἐυφυῶς, quae extremos ungues ei dextre praecidebat, Galen. de Ther … Hofmann J. Lexicon universale
γοργός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αριστομένη, ήρωα των Μεσσηvίων (7ος αι. π.Χ.). Σε ηλικία 18 ετών, νυμφεύτηκε τη νέα που είχε βοηθήσει τον πατέρα του vα αποδράσει από την αιχμαλωσία. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στην άμυνα της Είρας.… … Dictionary of Greek
μαρίνα — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Πισιδίας και ήταν κόρη του εθνικού ιερέα Αιδεσία. Φημιζόταν για τη μόρφωση και την αρετή της. Ασπάστηκε μυστικά τον χριστιανισμό σε πολύ νεαρή ηλικία, αλλά αποκαλύφτηκε επειδή… … Dictionary of Greek