-
1 είαν
εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic)εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic) -
2 εἴαν
εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic)εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic) -
3 είαν
εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic)εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)εἴᾱν, ἐάωsuffer: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
4 πραείαν
πρᾱεῖαν, πρᾶοςGött. Nachr.fem acc sg——————πρᾱͅεῖαν, πρᾶοςGött. Nachr.fem acc sg -
5 τραχύς
τρᾱχύς (-ύς, -εῖ; -εῖα, -εῖαν, -ειᾶν; -εῖ, -ύ.)1 rougha of thingsλίθῳ τραχεῖ O. 8.55
τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν P. 1.10
νωμῳν τραχὺ ῥόπαλον fr. 111. 3. met., harsh, bitter, “ τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν” P. 4.140τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει (“nempe ut saxo,” Boeckh) fr. 205. 3.b of peis., stubborn τὺ δὲ (sc. Ἡσυχία) — τραχεῖα δυσμενέων ὑπαντιάξαισα κράτει pr. P. 8.10 cf.εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.32
μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.96
νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν i. e. I am ready N. 7.76 -
6 τραχύς
τρᾱχ-ύς, εῖα, ύ: [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] τρηχύς, fem. -εῖα, -εῖαν, -είης, neut. -ύ (Hom. (v. infr.), Hes.Op. 291, Theoc.25.74); in [dialect] Ion. Prose fem. τρηχέᾰ, acc. τρηχέᾰν, gen. τρηχέης, dat. τρηχέῃ (imperfectly preserved in codd.; in Hdt.4.23, 9.122, codd. ABCP have τρηχέη, -έην, -έης, RSV have -εῖα, -εῖαν, -είης; for codd. Hp. v. Kühleweinip. lxxxvi); τρηχείην (before conson.) Simon. 89 codd., A.R.2.375 codd.; τρηχείης (as pr. n.) Hippon.47; gen. pl. neut.Aἐρίων.. τρηχείων GDI 5633.14
([place name] Teos); dual in Trag. τραχεῖ, Ion Trag.67:—jagged,λίθος Il. 5.308
; χαλινοί, opp. λεῖοι, X.Eq.9.9, cf. 10.6;τ. καὶ γωνιοειδής Thphr. Sens.65
; prickly, ἄκανθαι, ἄκανθα, Plu.2.32e, 138d (both [comp] Sup.); rugged, ἀκτή, ἀταρπός, Od.5.425, 14.1; as epith. of Ithaca, 9.27, 10.417; soγῆ λιθώδης καὶ τρηχέα Hdt.4.23
; Χερσονήσου τῆς Τρηχέης καλεομένης, of the Crimea, ib.99; and freq. in Trag. and [dialect] Att. of rocky districts, A.Pr. 726, E.Fr. 1083; τὰ τραχέα, τὰ τραχύτατα, X.Cyn.4.10, Plu.Flam.4;τ. καὶ χαλεπὴ ὁδός Pl.R. 328e
; also, rough,γλῶσσα Hp.Morb.2.63
; ἔρια GDI l. c., PCair.Zen.287.2 (iii B. C.); σφόγγοι ib.12.56 (iii B. C.); χῆμαι ib.82.12 (iii B. C.); σινδόνες (towels, opp. μαλακαί) Gal.6.418; χερσὶ μὴ πάνυ μαλακαῖς, ὥσπερ αὖ μηδὲ τραχείαις, ἀνατρίβειν τὸ σῶμα ib.417;τὰ τ. κατὰ τὰς ἀνωμαλίας ἀλλήλοις ἐμπλεκόμενα ἑνοῦται, τὰ δὲ λεῖα κτλ. Diocl.Fr.26
;βλέφαρα Sor. 2.16
, PTeb. 273 intr. (ii/iii A. D.); shaggy, τὰ κάτωθεν τ. καὶ τραγοειδής, of Pan, Pl.Cra. 408d, cf. 420e;λάσιον καὶ τ. [τὸ κέαρ].. ἔχοντες Id.Tht. 194e
; τ. σώματα, opp. λεῖα, X.Mem.3.10.1; of the voice, harsh, Pl.Ti. 67c, etc.; esp. of the voice of boys, when it breaks,μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ -ύτερον Arist.HA 581a18
;τὸ τ. τῆς φωνῆς Plu. Mar.14
; and of a person,τῇ φωνῇ τ. X.An.2.6.9
; also τραχυτάτη γλῶσσα (cf. τραχύστομος) Str.14.2.28; of sounds and their combinations, harsh, opp. λεῖος, σύνθεσις, διάλεκτος, Phld.Po.Herc.994.32,36:—on τραχεῖα ἀρτηρία, v. ἀρτηρία.2 of battle and conflict, ;νιφὰς πολέμοιο Pi.I.4(3).17(35)
, cf. Simon.89;φάλαγγες Tyrt.12.22
.3 of natural forces, (anap.);- ύτερα τὰ νοσήματα ἀπεργάζεσθαι Pl.Ti. 84c
; of a river, Plu.Alex. 60, etc.;ἄελλαι A.R.1.1078
.4 of persons, their acts, feelings, or conditions, rough, harsh, savage,τ. ἔφεδρος Pi.N.4.96
; οὐ τ. εἰμι καταθέμεν I am not niggardly in paying, ib.7.76;Ἡσυχία Id.P.8.10
;ἅπας δὲ τ. ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35
, cf. 188 (anap.), 326;δικαστὴς τ. εἶ Id.Ag. 1421
;τ. γε.. δῆμος Id.Th. 1049
;τ. καὶ τεθηγμένους λόγους Id.Pr. 313
;τ. ὀργή E.Med. 447
;λεῖον καὶ τ. πάθημα Pl.Ti. 63e
;νόμοι τραχύτατοι Id.Lg. 864c
; τὸ τ. τοῦ ἤθους, τοῦ νόμου, Id.Cra. 406a, R. 452c;- ύτερα πράγματα Isoc.7.18
; εὐνομίη τραχέα λειαίνει smooths the rough places, Sol.4.35.II Adv. τρᾱχέως, [dialect] Ion. τρηχέως, rare in the literal sense, roughly,τ. ὑλακτεῖν Plu.Arat.8
; neut. as Adv.,τρηχὺ φωνῇ ἠπείλει Theoc.25.74
;θάλασσα τραχὺ βοᾷ AP5.179
(Mel.).2 of men's acts, τρηχέως περιέπειν τινά handle roughly, Hdt.1.73, 114; τραχέως ἔχειν to be rough, harshly disposed, Isoc.3.33; τινι D.19.45;- ύτερον ἄρχειν Isoc.3.55
;τ. ἀποκρίνεσθαι Plu.Phoc.21
, etc.; τ. φέρειν take hardly, Id.Lys.15; rarely τραχυτέρως, Pl.Clit. 406a;περιέφθησαν τρηχύτατα Hdt.6.15
. (Prob. cogn. with θράσσω, cf. ἐνθράσσω.) -
7 ἁδύς
ᾱδύς (ἁδεῖα, -είας, -εῖαν; -είας, -εῖαι: ἁδύ acc.: superl. ἁδίσταν.) γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον (sc. ὕπνον.) P. 1.81εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν P. 1.90
ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας P. 4.201
” ἁδείας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς” P. 9.41 ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώμασαν ( ἁδείᾳ ἐν τελετᾷ Σγρ.) N. 10.33ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις I. 6.50
ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν I. 2.5
-
8 ἀλάθεια
1 truthaτελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι O. 7.69
Οὐλυμπία, δέσποιν' ἀλαθείας O. 8.2
ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον χρόνος O. 10.54
εἰ δὲ νόῳ τις ἐχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v. l. ἀτρεκές.) N. 5.17εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν N. 7.25
φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ;γτ; ἄγχιστα βαῖνον, χρήματα χρήματ ἀνήρ” ( ἐτᾶς supp. Bergk: ὁδῶν Hermann.) I. 2.10b pro pers.θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός O. 10.4
ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205. -
9 βαθύς
1 lit., deepἐς βαθεῖαν πόντου πλάκα P. 1.24
βαθὺν πόντον περάσαις P. 3.76
ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων ( βαθείας Bergk e Σ.) P. 5.88ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36
“ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44
2 met.a profoundβαθεῖαν ὑπέχων μέριμναν ἀγροτέραν O. 2.54
ἦν δὲ κλέος βαθύ pr. O. 7.52ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.8
βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας O. 10.37
ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ O. 12.12
ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν P. 4.207
ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας i. e. from the depths of his soul N. 4.8b richτοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχάν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62
ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 20.3 n. sing., pro adv. ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (codd.: βαθὺν Bergk: βυθοῖ Wil.: in the depths) P. 2.794 frag. β]αθὺν δὲ δινῃ[ (supp. Lobel) fr. 51f.c -
10 γλυκύς
γλῠκύς (-ύς, -ύν; -εῖα, -είας, -εῖαν, -εῖα, -εῖαι; -ύ nom., acc.; - έα nom.: γλυκυτέραν: γλυκυτάτᾳ, -αις)1 sweeta of persons.γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.57
cf. O. 6.91 —b of things.ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων P. 2.37
καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν μεῖξαι P. 4.223
γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24
ἀνάπαυσις ἐν παντᾰ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
Ἄπολλον, γλυκὺ δἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος P. 10.10
γλυκὺν νόστον ἐρεισάμενοι N. 9.22
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47
γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν pr. fr. 110. δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον pr. fr. 124c. esp., sweet in sound ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν (sc. ᾠδήν) O. 1.109ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν O. 4.5
ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν O. 5.1
ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν O. 6.91
γλυκὺν καρπὸν φρενός O. 7.8
λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται O. 7.77
πτερόεντα δἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ' ὀιστόν O. 9.11
γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς ταὐλὸς O. 10.94
γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.32
ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδαὐτίκα, φόρμιγξ N. 4.44
γλυκεἶ ἀοιδά N. 5.2
ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48
ἀλλἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3
ἐγκιρνάτω τίς μιν, γλυκὺν κώμου προφάταν N. 9.50
οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.7
παυσάμενοι δἀπράκτων κακῶν γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8
παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101
μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm. Wil.)Πα... ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν Pae. 7.11
γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες (sc. τῶν Κηληδόνων) Pae. 8.75c of thoughts, feelings.χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.19
νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33
γλυκείας Ἀφροδίτας O. 6.35
αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν O. 13.115
σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα γίνεται πάντα βροτοῖς (codd.: γλυκἔ ἄνεται Kayser) O. 14.6γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26
τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον P. 4.184
γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν pr. P. 6.52τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23
ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36
πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.10
γλυκεῖα Ἐλπίς fr. 214. 1. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217. pro subs., τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά prosperity I. 7.48d fragg. ]μον γλυκεἰ[ Pae. 22.3
]πειρατο γλυκυ[ Πα. 22g. 5. γ]λυκὺν υ[ (supp. Lobel) Θρ. 4b. 4. -
11 εὐρύς
εὐρύς (εὐρύν; -είας, -εῖαν; -ύ acc.)1 broad, spacious “ κείναν εὐρεῖαν ἄπειρον” P. 4.48 ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν” N. 1.42 χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας fr. 33c. 3.ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.60
Πέργαμον εὐρὺ[ν] (supp. Schr.)Πα... γᾶς παρ' ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120
met., generous, τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός pr. O. 10.95 n. acc. s. pro adv., broadly,Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα O. 5.18
ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας Ζεῦ πάτερ O. 13.24
-
12 θρασύς
θρᾰσύς (-ύν; -εῖ(α), -είᾳ, -εῖαι, -ειᾶν; -ύ, -εῖ, -έων: preceding vowel always lengthened except P. 12.7)a bold, intrepidθρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς P. 10.44
Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50
καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντι θρασεῖ N. 5.39
ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.3
“ λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” I. 6.45 θρασειᾶν ἀλωπέκων fr. 237. c. epexeg. inf.,θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.50
Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι (cf. Eustath., Il. 311. 21. ὡς καὶ τῶν Δολόπων δεξιῶν ὄντων σφενδονητῶν) fr. 183.b in bad sense, savage θρασειᾶν λτ;Γοργόνων> P. 12.7θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες I. 1.13
παῖδα ποντίας Θέτιος θρασεῖ φόνῳ πεδάσαις Pae. 6.86
-
13 Καδμειος
Καδμεῑος, -έιος1 of Kadmos, i. e. Theban.Θηβᾶν ἄπο Καδμεϊᾶν I. 4.53
( Διόνυσον) γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμεϊᾶν (v. l. - ειᾶν. as son of Semele, daughter of Kadmos) fr. 75. 12. pro subs., a Thebanλευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς P. 9.83
Καδμείων ἀγοὶ N. 1.51
Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21
πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν (τουτέστι πρὶν τὰ Νέμεα τεθῆναι. Σ.) N. 8.51 -
14 Καδμέιος
Καδμεῑος, -έιος1 of Kadmos, i. e. Theban.Θηβᾶν ἄπο Καδμεϊᾶν I. 4.53
( Διόνυσον) γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμεϊᾶν (v. l. - ειᾶν. as son of Semele, daughter of Kadmos) fr. 75. 12. pro subs., a Thebanλευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς P. 9.83
Καδμείων ἀγοὶ N. 1.51
Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21
πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν (τουτέστι πρὶν τὰ Νέμεα τεθῆναι. Σ.) N. 8.51 -
15 Μήδεια
Μήδεια (-είας, -ειαν.) daughter of Aietes, king of Kolchis, carried off by Jason, and revered esp. at Korinth.1οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι, Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.9
ἧ ῥα Μηδείαςἐπέων στίχες P. 4.57
ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ' αἰδῶ (sc. Ἀφροδίτα) P. 4.218κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ, τὰν Πελίαο φονόν P. 4.250
τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον ἐκτελέσαις εἷλε Μήδειαν ἐν Κόλχων δόμοις (sc. Πηλεύς) fr. 172. 7. -
16 ταχύς
1 quickἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.83
ταχέες ἔβαν P. 4.179
εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος P. 4.202
ταχὺ[ς (supp. Snell) Πα. 8A. 7.γνώμας δὲ ταχείας συν[ Pae. 14.39
superl.,ἐπὶ ταχυτάτων ἁρμάτων O. 1.77
adv.,εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι O. 1.108
ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε P. 10.51
ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ ἔδραμον N. 1.51
ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν O. 13.79
παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234. 2. frag. ]ως ὁ ταχι[στ (supp. Snell) ?fr. 337. 6. adv.,ταχέως, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος O. 5.13
ταχέως δ' Ἄδματος ἷκεν P. 4.126
ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν N. 10.73
ταχέως δ' ἀράβη[σε] διαλεύκων ὀστέ[ων] δοῦπος ἐ[ρ]εικομένων fr. 169. 23. -
17 ὠκύς
1 swift, eagerπολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας O. 2.83
Διὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρυγ' ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις P. 1.6
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας” P. 4.139 ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις pr. P. 9.67 ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεντεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον P. 9.114
τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες N. 1.42
ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
ὠκείας τ' ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*. ] ωκεια[ P. Oxy. 2442, fr. 104. adv.,ὠκέως, ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν ὠκέως P. 3.58
καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως Παρθ. 2. 6. -
18 εὐήθεια
A goodness of heart, guilelessness, generally in ironical sense, πάνυ γενναίαν εὐ. Pl.R. 348c, cf. D. 24.52, Com.Adesp.773; δἰ εὐηθίην by his good nature, Hdt.3.139.2 in bad sense, simplicity, silliness,ἐς τοσοῦτο εὐηθίης ἀνήκει τοῦτο Id.7.16
.γ, cf. 1.60;κουφόνους εὐηθία A.Pr. 385
;ἀνωφελὴς εὐηθίᾳ.. γυνή E.Hipp. 639
;πολλῆς -είας, ὅστις οἴεται Th.3.45
; -ειάν τινος καταγιγνώσκειν Lys. 26.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐήθεια
-
19 εὐλάβεια
A- ιη Thgn.118
, Agathoin PLGiip.268 B.:— discretion, caution, Thgn. l.c., Agathol.c., etc.;ἐσῴζετ' ἂν τὴν -ειαν S.El. 994
; personified in E.Ph. 782;ἡ εὐ. σῴζει πάντα Ar.Av. 376
; εὐλάβειαν ἔχειν μή.., = εὐλαβεῖσθαι μή .., Pl.Prt. 321a; so εὐ. αὕτη.. τὸ μὴ νέους.. γεύεσθαι caution to preuent their tasting, Id.R. 539b; εὐλαβείας οὐ μικρᾶς δεῖται, εὐ. ἐστὶ πολλῆς, D.19.262, Arist.Pol. 1269a14; εὐ. ποιητέον περί τινας ib. 1315a17;δι' εὐλαβείας ἔχειν ἀλλήλους D.H. 5.38
; ἐπ' εὐλαβεία.. προείρηται by way of caution, Pl.R. 539d; ἐπ' εὐ. in A.Ag. 1024 is f.l. for ἐπ' ἀβλ., cf. Sch. ad loc.2 c. gen., caution or discretion in a thing,πολλὴ εὐ. τούτων ποιητέα Antipho 3.3.11
; εὐλάβειαι πληγῶν auoidance of.., Pl.Lg. 815a;τῶν αἰσχρῶν Arist.EN 1121b24
; ;εὐλάβειαν τῶνδε προυθέμην Id.El. 1334
; ἡ τῶν περιεχόντων εὐ. careful employment of.., Phld.D.3 Fr.32.3 reverence, piety, πρὸς or περὶ τὸ θεῖον, D.S.13.12, Plu. Num.22 (but alsoπρός τινα Ph.2.581
): abs., godly fear, Ep.Hebr.5.7, 12.28; religious scruple,οὐδεμίαν εὐ. προορωμένων UPZ42.21
(ii B.C.).b astitle, ἡ σὴ εὐ. your reverence, PFlor. 73.7 (vi A.D.).4 in bad sense, over-caution, timidity, Plu.Fab.1, 2.432e;εὐλαβίη γὰρ ἀπειρίη Aret.CA1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐλάβεια
-
20 ἐάν
ἐάν (so early Attic Inscrr., as IG12.3.20, εἰάν sts. after B.C. 400, ib.22.28.17, cf. PEleph.1.8,10 (iv B.C.)), also [var] contr. [full] ἤν and [full] ἄν,A v. ἤν, ἄν (B) [pron. full] [ᾱ], which by crasis with καί become κἄν:—if haply, if, regularly folld. by subj.: for its use and for examples, v. εἰ B. 11, and ἄν (A) B.1.1.II in Hellenistic and late Greek, = ἄν after relative Pronouns and Conjunctions, as ὃς ἐάν who soever, LXX Ge.15.14, PTeb. 107.8 (ii B. C.), Ev.Matt.5.19, al.;ὅσος ἐάν PPetr.3p.120
(iii B.C.), Ev.Matt.18.18;ὅστις ἐάν Ph.1.220
, M.Ant.9.23;ὅπου ἐάν Ev.Matt. 8.19
, etc.;ὅθεν ἐάν Gp.1.3.3
: folld. by ind., LXX 1 Ki.2.14. [The second syll. of ἐάν is long, S.OC 1407, Ar.V. 228, Sopat.6.9.]
- 1
- 2
См. также в других словарях:
.είαν — εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic) εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴαν — εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic) εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (doric aeolic) εἴᾱν , ἐάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Papyrus 18 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 18 … Deutsch Wikipedia
Onciale 0166 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 0166 … Wikipédia en Français
RHEA — I. RHEA Caeli et Terrae filia, Hesiod. in Theogon. v. 133. ubi de Terrae filiis: Οὐρανῷ εὐνηθεῖςα, τέκ᾿ Ω᾿κεανὸν βαθυδίνην, Κοῖόν τε Κρεῖον θ᾿ Υ῾περίονά τ᾿ Ι᾿απετόν τε, Θεῖαν´ τε Ρ῾εῖάν τε, Θέμιν τε Μνημοςύνηντε. At Orpheus in Hymnis Rheam primam … Hofmann J. Lexicon universale
TETHYS — uxor Oceani, Terrae et Caeli filia. Hedsiod. in Theogonia, v. 134. Οὐρανῷ εὐνηθεῖϚα τέκ᾿ Ω᾿κεανὸν βαθυδίνην, Κοῖοντε, χρεῖόν θ᾿, Υ῾περίονά τ᾿, Ι᾿απετόν τε, Θείαν τε Ρ᾿είαν τε, Θέμιν τε, ΜνημοϚύνην τε, Φοίβην τε χρυϚοςέ φανον, Τηθυν´ τ᾿ ἐρατεινην´ … Hofmann J. Lexicon universale
πραεῖαν — πρᾱεῖαν , πρᾶος Gött. Nachr. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾳεῖαν — πρᾱͅεῖαν , πρᾶος Gött. Nachr. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)