-
1 εἰς-φορά
εἰς-φορά, ἡ, das Eintragen, Einernten, Xen. Oec. 7, 40. Gew. = Beitrag, χρημάτων Plat. Legg. XII, 955 d; Xen. Hell. 6, 2, 1; Abgabe, bes. außerordentliche Vermögens- oder Kriegssteuer der Bürger (φόρος der Fremden), εἰςφορὰς εἰςφέρειν, Thuc. 3, 9; Antiph. II β 12; Lys. 7, 31. 21, 3, u. sonst oft bei Rednern; vgl. Böckh's Staatshaush. II p. 3 ff.; τῶν τελῶν, Tributentrichtung, Arist. Pol. 5, 11; – νόμου, Vorschlag, Einbringung eines Gesetzes, D. Cass. 37, 51 u. öfter.
-
2 προς-εις-φορά
προς-εις-φορά, ἡ, das Dazuhineinbringen, Ios.
-
3 προ-εις-φορά
προ-εις-φορά, ἡ, vorausbezahlte Kriegssteuer od. Vorschuß der Kriegssteuer, εἰςφορά, für Andere, Dem. 37, 37; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 321. II p. 63. 70.
-
4 συν-εις-φορά
συν-εις-φορά, ἡ, gemeinschaftliches Beitragen, gemeinschaftlicher Beitrag; D. Hal. 4, 11; Liban.
-
5 φορά
A an act,I (from [voice] Act.) carrying, φορᾶς.. φθόνησις οὐ γενήσεται there shall be no refusal to carry thee, S.Tr. 1212; ἐν φορᾷ, i. e. in their arms, Id.Fr. 327; θυρώτοιν φορᾶς payment for carrying.., IG42(1).102.305 (Epid., iv B. C.); ψήφου φ. casting one's vote, E.Supp. 484, cf. Pl.Lg. 949a; ἡ φ. καθάπερ πεττῶν movement as of the men in draughts, ib. 739a.b gestation, τριετὴς φ. cj. in IG42(1).121.10 (Epid., iv B. C.).2 bringing in of money, payment,χρημάτων Th.1.96
; δασμοῦ, δασμῶν, Pl.Lg. 706b, X.Cyr.8.6.16; αἱ ὑπόλοιποι φοραί the remaining instatments, Lys.Fr.1.4, cf. Ostr.Bodl. iii 280 (i A. D.), al.b φ. ἐργάτου, = latura, perh. a workman's pay, Gloss. (latura is also glossed φόρετρον, ibid.; also onus, sarcina, ibid.).3 bringing forth, productiveness,καρποῦ Thphr.CP3.14.5
; opp. ἀφορία, Pl.R. 546a, cf. Arist.GA 750a23; of animals, Ael.NA17.40;πτηνῶν Gp.1.8.9
.II (from [voice] Pass. φέρομαι) being borne or carried along, motion, of the universe and heavenly bodies.ἡ.. θεία τοῦ ὄντος φ. Pl.Cra. 421b
, cf. Ti. 39b, 81a;ἡ σύμπασα οὐρανοῦ ὁδὸς καὶ φ. Id.Lg. 897c
;ἡ τῶν ἄστρων φ. καὶ ἡλίου Id.Grg. 451c
;ἄστρων φοραί Id.Smp. 188b
;χειρῶν φ. Hp.Prog.4
;σφαίρας φοραί Pl.Lg. 898b
;ἡ φ. καὶ κίνησις Id.Cra. 434c
, Tht. 152d;χρόνος.. μέτρον φορᾶς Id.Def. 411b
; τύχη φ. ἀδήλου εἰς ἄδηλον ibid.; defined by Arist. as = κίνησις κατὰ τόπον, Ph. 243a8, cf. GC 319b32;κίνησίς ποθέν ποι Id.EN 1174a30
;γένεσίς ποθέν ποι Id.Cael. 311b33
;φορᾷ ἰέναι Pl.R. 617b
; κυκλεῖσθαι.. τὴν αὐτὴν φ. ib.a;μίαν φορὰν κινεῖται Id.Plt. 269e
;τό τάχος τῆς φ. Epicur.Ep.1p.10U.
3 rapid motion, rush, πινέτω κατὰ φορὰν ἡμικοτύλιον let him drink half a cotyle at a draught, Hp.Int.35;γαστρὸς φοραί Thphr.Fr.10.3
.4 of persons, impulse,ἡ τοῦ πλήθους φ. Plb.10.4.3
;ἄλογος φ. Id.30.2.4
;ἀκολουθήσομεν ἀλόγως ταῖς τῶν πολλῶν φ. Epicur.Nat. 127
G.;πρὸς τὸν νεωτερισμόν Plu.Galb.4
;παῖς.. φορᾶς μεστός Id.Them.2
;στρατηγὸς μεστὸς φορᾶς Lib.Or.49.19
: pl., ib.1.2; also, forceful flow of narrative, Luc.Dem.Enc.7.b tendency, line of thought or action, κατὰ τὰς φ. τῶν Στωϊκῶν on Stoic lines, Phld.Rh.2.296 S., cf. Id.Herc.1251.19, Luc.Par.29.5 φ. πραγμάτων force of circumstances, D.18.271: forceful quality,ἡ τοῦ οἴνου [ὑγρότης] φ. ἔχει πολλὴν καὶ δύναμιν Plu.2.132e
; φορᾶς σωματικῆς εἰς ἡμᾶς γιγνομένης, of the influences of the stars, Plot.2.3.2; ἄχρις οὗ φ. γένηται, of a favourable wind, Plu.Mar. 37; favour,τοῦ βασιλέως Philostr.VS2.32
.B as a thing, that which is borne, esp.,1 load, freight, burden,μίαν φ. ἐνεγκεῖν Plu.Ant.68
.2 rent, tribute, X.Cyr. 3.1.34: pl., contributions, D.21.101; ; of the contribution to an ἔρανος, Antiph.124.9, Hyp.Ath.11; of contributions in kind, (Milet., v B. C.).3 that which is brought forth, fruit, produce, crop, a large crop,Arist.
Pol. 1259a11, cf. HA 553a22, b23;σίτου φ. καὶ τῶν ἄλλων καρπῶν SIG 589.30
(Magn.Mae., ii B. C.);ἡ τοῦ Νείλου φ. τε καὶ αὔξησις CPHerm. 6.4
(iii A. D.): metaph., φορὰ προδοτῶν a large crop of traitors, D.18.61, D.S.16.54;ῥητόρων Aeschin.3.234
;φ. γάρ τίς ἐστιν ἐν τοῖς γένεσιν ἀνδρῶν
a succession of crops,Arist.
Rh. 1390b25. -
6 φορά
φορά, ἡ, 1) als Handlung, das Tragen, Bringen, Herbeibringen, Darbringen; bes. – a) das Darbringen eines Tributs, Abbezahlen einer Schuld, παρεστήσατο εἰς χαλεπήν τινα φορὰν δασμοῠ Plat. Legg. IV, 706 b; Xen. Cyr. 8, 6,16; φορὰν φέρειν, beim ἔρανος, Dem. 25, 21. – b) das Abgeben des Stimmtäfelchens bei Wahlen u. sonst, ψήφου, Eur. Suppl. 500; Plat. Legg. XII, 948 e. – c) das Hervorbringen, bes. von Feld- und Baumfrüchten, das Früchtetragen, Plat. Rep. VIII, 546 b, Ggstz ἀφορία, u. so Sp. – d) das Heraustragen eines Todten, das Bestatten, Soph. Trach. 1202. – e) (von φέρομαι) das Dahingetragenwerden, jede schnelle Bewegung; Arist. eth. Nic. 10, 4,3 erklärt übh. κίνησις πόϑεν ποῖ καὶ ταύτης διαφοραί· πτῆσις, βάδισις, ἅλσις; u. so öfter bei Plat., z. B. ἡ ξύμπασα οὐρανοῠ ὁδὸς καὶ φορά Legg. X, 897 c; καὶ κίνησις Crat. 434 c; Lauf, Schwung, ἀκοντίου Antiph. 3 β 4; dah. übh. Ungestüm, Heftigkeit, Gewalt, πραγμάτων Dem. 18, 271; καὶ βία τοῦ ἀνέμου Pol. 1, 48, 2; τοῦ ῥεύματος 4, 43, 3; τοῠ πλήϑους 10, 4,3; auch von den Leidenschaften, s. Jac. Ach. Tat. 761. – 2) als Sache, das Getragene, die Tracht od. Ladung, so Viel man auf ein Mal fortbringen kann, μίαν φορὰν ἐνεγκεῖν Plut. Ant. 68; πινέτω μὴ ἀϑρόον πουλύ, ἀλλὰ κατὰ φορὰν ἡμικοτύλιον, auf ein Mal, Hippocr.; – Tribut, Thuc. 1, 96 Xen. Cyr. 3, 1,34; – das Hervorgebrachte, bes. von Früchten, reichlicher Ertrag, φορᾶς τῆς βαλάνου γενομένης φορὰν καὶ τῶν ϑύννων εἶναι Strab. 3, 2,7 E. – Uebertr. von jeder großen Menge, φορὰ προδοτῶν καὶ δωροδόκων Dem. 18, 61; D. Sic. 16, 54; φαλαγγίων Ael. H. A. 17, 40. – 3) das was fortbewegt, Zug, Plut. Mar. 37. – Nach Poll. 7, 133 bei Ar. auch = κόμιστρον.
-
7 ἀνα-φορά
ἀνα-φορά (s. ἀναφέρω), ἡ, 1) das in die Höhe Heben, ἀναφορὰν ποιεῖσϑαι ἐκ τοῦ βυϑοῦ, sich aus der Tiefe emporschwingen, Arist. H. A. 9, 5; αἵματος, Blutauswerfen; das Ausathmen, Ath. – 2) das Zurückführen, bes. einer Beschuldigung auf einen Andern, ἐκείνοις δ' εἶναι εἰς τοὺς ἔχοντας ἀναφοράν, sie können sich an diese halten, Dem. 24, 13; vgl. 18, 219, wo es absolut steht für: Anschuldigung eines Andern. Uebh. Beziehung auf etwas, Theophr. Char. 8; ἡ ἀναφορὰ περὶ πάντων πραγμάτων εἰς τὸν δῆμόν ἐστι, es muß Alles vor das Volk gebracht werden, Arist. rhet. ad Alex. praef.; τὴν ἀναφορὰν ποιεῖσϑαι πρός τι Pol. 5, 261. 105 u. öfter, referre ad; πρὸς τὸ τέλος, Beziehung auf den Zweck, Plut. Demetr. 1. – 3) Erholung, τῆς συμφορᾶς Eur. Or. 414; ἁμαρτήματος Plut. Phoc. 2; vgl. Cat. 27 und öfter; οὐκ ἔχειν ἀναφοράν τινος, sich von etwas nicht erholen können, Plut. – 4) das Einkommen, der Ertrag, Plut.
-
8 εἰςφορά
-
9 προειςφορά
προ-εις-φορά, ἡ, vorausbezahlte Kriegssteuer od. Vorschuß der Kriegssteuer -
10 προςειςφορά
προς-εις-φορά, ἡ, das Dazuhineinbringen -
11 συνειςφορά
συν-εις-φορά, ἡ, gemeinschaftliches Beitragen, gemeinschaftlicher Beitrag -
12 Reach
v. trans.Arrive at: P. and V. ἀφικνεῖσθαι (εἰς, or ἐπί, acc., V. also acc. alone), εἰσαφικνεῖσθαι (εἰς, acc., V. also acc. alone), ἥκειν (εἰς, acc., V. also acc. alone), Ar. and V. ἱκνεῖσθαι (εἰς, acc., or acc. alone), V. ἱκάνειν (εἰς, acc. or acc. alone), ἐξικνεῖσθαι (εἰς, acc., ἐπί, acc., πρός, acc., or acc. alone).Gain: P. λαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.); see under Gain.Used absol., P. and V. ἐξήκειν, ἐφήκειν, V. προσήκειν.Reach with a missile: P. ἐφικνεῖσθαι (gen. or absol.), διικνεῖσθαι ( absol).Attain: P. and V. ἐξικνεῖσθαι (gen. or acc.), τυγχάνειν (gen.), ἐφάπτεσθαι (gen.), Ar. and V. ἀνθάπτεσθαι (gen.), κυρεῖν (gen.), P. ἐφικνεῖσθαι (gen.); see Attain.V. intrans. Extend (of territory, etc.): P. and V. τείνειν, P. καθήκειν, διήκειν, ἐφικνεῖσθαι, προσήκειν (Xen.).Reach down to: P. καθίεσθαι πρός (acc.).Cover a distance: P. ἐπέχειν (Thuc. 2, 77).If our money reach so far ( be sufficient): P. ἂν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα (Plat., Prot. 311D).Reach out, extend: P. and V. προτείνειν, ἐκτείνειν, ὀρέγειν (Plat.).Reach out after: P. and V. ὀρέγεσθαι (gen.).Reach safely: see under Safely.——————subs.Range of a missile: P. and V. βολή, ἡ, P. φορά, ἡ.Beyond the reach of prep.:use P. and V. ἔξω (gen.), ἐκτός (gen.).In reach of: P. and V. ἐντός (gen.).In the reach of, in the power of: P. and V. ἐπί dat.).Within reach, ready to hand, adj.: P. and V. πρόχειρος.Reach ( of a river), subs.: P. κέρας, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reach
-
13 в
в (во) в разн. знач. σε, σ', εις; για; в театре στο θέατρο в Москве στη Μόσχα; войти в дом μπαίνω στο σπίτι* ехать в Афины πηγαίνω στην Αθήνα в двух километрах σε απόσταση δύο χιλιομέτρων; в десять часов утра στις δέκα το πρωί в тысяча девятьсот , восемьдесят пятом году στα χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε; в прошлый раз την περασμένη φορά; в память чего-л. για ενθύμιο τινός в самом деле αλήθεια, πραγματικά* * *в разн. знач. воσε, σ’, εις; γιαв теа́тре — στο θέατρο
в Москве́ — στη Μόσχα
войти́ в дом — μπαίνω στο σπίτι
е́хать в Афи́ны — πηγαίνω στην Αθήνα
в двух киломе́трах — σε απόσταση δύο χιλιομέτρων
в де́сять часо́в утра́ — στις δέκα το πρωί
в ты́сяча девятьсо́т во́семьдесят пя́том году́ — στα χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε
в про́шлый раз — την περασμένη φορά
в па́мять чего́-л. — για ενθύμιο τινός
в са́мом де́ле — αλήθεια, πραγματικά
-
14 один
один1. числ. είς, ἐνας:только \один раз μόνο μιά φορά, μιά φορά μονάχα· \один или два ἔνας ἡ δύο· \один из иих ἔνας ἀπ' αὐτούς' \один билет Ινα εἰσιτήριο· одни́ щипцы μιά μασιά· одним ударом μ' ἕνα κτύπημα·2. прил (без других, в одиночестве) μόνος, ὁλομόναχος:я сделал эту работу \один αὐτήν τήν ἐργασία τήν £κανα μόνος μου (или μοναχός μου)· он был совсем \один ήταν ὁλομόναχος· мать и сестра остались совсем одии́ ἡ μητέρα καί ἡ ἀδελφή Εμειναν ἐντελώς μόνες (или Ολομόναχες)·3. прил (никто другой, единственный) μονάχα, μόνο[ν]; одна надежда его поддерживает τόν κρατἄ μόνον μιά ἐλπίδα· одна лишь мысль καί μόνο ἡ σκέψη·4. прил (тот оке самый, одинаковый) ὁ αὐτός, ὁ ίδιος:\один и тот же ὁ ἰδιος, είς καί ὁ αὐτός· это одно́ и то́ же εἶναι τό ἰδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό· в одно́ и то же время ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, συγχρόνως· говорить одно́ и то́ же κοπανώ τά ἰδια καί τά ἰδια· одного возраста τῆς ίδιας (или τής αὐτής) ἡλικίας·5. мест, (какой-то, некий) ἐνας, κάποιος:я прочел.-.то в одио́м журнале αὐτό τό διάβασα σ' ἕνα περιοδικό·6. мест, (только, исключительно) μόνο[ν], μονάχα, ὀποκλει-·τικά [-<δς]:здесь одии́ только женщины и дети ἐδῶ εἶναι μόνο γυναίκες καί παιδιά·7. сущ. ἔνας·. -
15 πλάγιος
A placed sideways, athwart,τριήρεις Th.7.59
, etc.; π. φορά oblique motion, Pl.Ti. 39a ; opp. ἀντία (direct), ib. 43e ; πλάγιον θεῖναί τι, opp. ὀρθόν, X.Oec.19.9 ; l.c.; μαστοὶ π. pointing sideways, Arist.PA 688a35 : Geom., π. διάμετρος transverse diameter, Apollon.Perg.Con.1 Def.1.5 ; π. πλευρά ib.1.14; τὰ π., of the regions round the celestial poles, as being transverse to the diurnal rotation, Arist.Cael. 285b12 ; horizontal,μεσηγὺ δύο στύλων στρωτῆρα π. εὖ προσδῆσαι Hp.Art.7
;πλάγι' ἐστὶ τἄλλα, τοῦτο δ' ὀρθὸν θηρίον Philem.3
; of window bars, opp. ἀντία, PCair.Zen.663.8 (iii B. C.); so ξύλον κρεμάσαι π. Paul.Aeg.6.99 ; π. Σελήνη, opp. ὀρθή, Cat.Cod.Astr.8(3).174; πλαγία φάλαγξ an army in march with extended front, transverse to the direction of march, Ascl.Tact.10.1, 11.1; also of ships,π. παραβάλλουσαι ἀλλήλαις Plb.1.22.9
;παρεδίδου π. [τὰς τριήρεις] τοῖς Ἕλλησι Plu.Them.14
;π. ὥσπερ πνεύματι παραδιδοὺς ἑαυτόν Id.2.28d
.2 πλάγια, τά, sides, flanks,τῆς Σκυθικῆς Hdt.4.49
; τὸ π., of the body, Arist.PA 657b21, IA 713b31.b esp. in military sense, τοῖς π. ἐπιέναι attack the flanks, Th.4.32 ; εἰς τὰ π. παραγαγεῖν, παραπέμψαι, to make an army file off right and left, X.An.3.4.14, 6.3.15 ; π. λαβεῖν τοὺς πολεμίους to take the enemy in flank, Id.Cyr.7.1.26, etc.;π. παραπορεύεσθαι Plb.6.40.7
.3 of ground, sloping, Gp.2.46.2.4 freq. with Preps. in adv. sense, εἰς τὸ π. sideways, [ῥὶς] ἐς τὸ π. κατάγνυται Hp.Art. 38
;δρέπανα εἰς π. ἀποτεταμένα X.An.1.8.10
;ἐς τὰ π. παραπλέοντες Th.7.40
; opp. εἰς τὸ ἀντίον, X.Eq.12.12 ; εἰς πλάγια, opp. καταντικρύ, Pl.Tht. 194b ; ἐκ πλαγίου, opp. καταντικρύ, Id.R. 598a ; ἐκ πλαγίου in flank, esp. in military sense, Th.4.33, 7.6, X.HG6.5.26 ; ἐκ τῶν π. Arist.Mete. 377b29; ἐκ π. Id.Pr. 912b28;ἐκ πλαγίων τῆς σκηνῆς LXX Nu.3.29
;ἐκ πλαγίας Arist.Mete. 372a11
; ἐν τῷ π. ib. 378a3 ; ἐπὶ τὸ π. Id.IA 712b17; πρόσθεν ἢ κατὰ <τὰ> πλάγια in front or in flank, X. Cyr.5.2.1: regul.Adv. - ίως rare, Aen.Tact.32.2 (cj.), Arist.Mech. 850b37, Luc.Symp.47 : neut. πλάγιον as Adv., Inscr.Prien.363.13 (iv B. C.), al.II metaph., crooked, treacherous,φρένες Pi.I.3.5
;σὺν πλαγίῳ κόρῳ στείχοντα Id.N.1.64
;πλάγια φρονεῖν E.IA 332
;πλάγιοι ταῖς ψυχαῖς Plb.4.8.11
; π. ἐν τῷ πολέμῳ wavering, Id.30.1.6, etc.; προβλήματα π. involving arrière-pensée, Hermog.Inv.4.13. Adv. - ίως, χρώμενοι ταῖς διαβολαῖς Plu.2.856c
; but simply, indirectly, by implication, Ph.2.173 ; with an innuendo, Plu.2.205b.III Gramm., πτῶσις πλαγία oblique case, Stoic.2.60: freq. in pl., D.H.Comp.6, A.D.Pron. 23.1,al., S.E.M.1.177.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλάγιος
-
16 έρχομαι
(αόρ. ήλθα, ήρθα и ήρτα — μέλλ. θα έλθω, έρθω, ερτω—προστ. έλα, ελατέ, ελθέ, έλθετε) αμετ.1) идти (откудаέρχл.); приходить; прибывать, приезжать; έλα εδώ иди сюда; θάρθει με το βραδυνό τραίνο он приедет вечерним поездом;έρχομαι πρώτος (δεύτερος, τρίτος) — а) приходить, прибывать первым (вторым, третьим); — б) занимать первое (второе, третье) место;
δεν ήρθε γιά καλό ничего хорошего не жди от его приезда;2) возвращаться; 3) приходить (в какое-л. состояние);έρχομαι στα συγκαλά μου ( — или στον εαυτό μου) — приходить в себя, успокаиваться;
4) приходить, появляться (об обычае, слове, выражении);5) подходить, приближаться, наступать;τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου — я видел, как он направился ко мне;
μας ήρθε ο χειμώνας наступила зима;έρχεται μπόρα — приближается гроза;
έρχεται βροχή — собирается дождь;
6) появляться;έρχομαι στον κόσμο — появляться на свет;
έρχομαι εις φως — обнаруживаться;
έρχομαι εις γνώσιν — становиться известным;
7) охватывать, внезапно овладевать;του ήρθε ζάλη у него закружилась голова; του ήρθε πυρετός у него поднялась температура; του ήρθε ΰπνος им овладел сон, он заснул; του ήρθε ο οίστρος к нему пришло вдохновение; μου ήρθε κόλπος я был ошеломлён; 8) απρόσ. мне хочется; μούρχονται γελοία или μοδρχεται να γελάσω меня разбирает смех; μούρχεται να κλάψω мне хочется плакать; δε μούρχεται να τον πικράνω мне не хочется его огорчать; μοδρχεται όρεξη να κάνω κάτι мне хочется сделать что-л.; 9) попадать (в какое-л. положение);έρχομαι εις αμηχανίαν — попадать в затруднительное положение;
10) перен. доходить до...; докатываться до... (разг);έρχομαι εις ρήξιν — доходить др разрыва, порывать;
έρχόμαστε σε λόγια (στα χέρια) — доходить до ссоры (до драки);
11) переворачиваться (падая);ήρθε κορώνα монета упала «орлом»; 12) перен. оборачиваться, поворачиваться (о делах, событиях);πού ξέρεις πώς έρχονται καμμιά φορά τα πράματα! — кто знает, как могут обернуться дела!;
13) идти, быть к лицу; подходить, годиться;καλά της έρχεται το φόρεμα — это платье ей к лицу;
14) соглашаться;ήρθε στα λόγια μου он согласился со мной;δεν έρχεται σε λογαριασμό — с ним не договоришься, с ним трудно договориться;
15) приходить (к чему-л.);έρχ να πιστέψω — приходить к убеждению;
16) хотеть, собираться;διά της παρούσης μου έρχομαι να σας αναγγείλω ότι... — настоящим я хочу уведомить вас, что...;
πρώτον έρχομαι να ερωτήσω γιά την καλή σας υγεία — сначала я хочу осведомиться о вашем здоровье (формула в начале письма);
§ έρχομαι κατόπιν ( — или μετά, υστέρα)... — следовать за...;
έρχομαι πρίν ( — или προηγούμενα, πρώτα) — предшествовать;
έρχώς ( — или ίσαμε) — доходить до..., достигать (какого-л. предела, уровня);
μου έρχεται ως τούς ώμους — он мне по плечо;
τό φουστάνι της έρχεται ως τα γόνατα — юбка доходит ей до колен;
έρχομαι στα πράματα — приходить к власти;
έρχομαι σε βοήθεια — приходить на помощь;
έρχομαι στο κέφι — слегка пьянеть;
καλώς ήλθες (или ήλθατε)! добро пожаловать!;ήρθε καπάκι это как раз то, что надо; ήρθε η ώρα να... пришло время, настал момент, пробил час; λέει ό,τι τούρθει он говорит всё, что придёт ему в голову; όλα ανάποδα μας ήρθαν(ε) всё у нас пошло шиворот-навыворот; τί μοΰρθε να το κάνω αυτό; зачем я это сделал?; τί σούρθε να πας; зачем ты поехал?; μοΰρθε στο νού я вспомнил, мне пришло на ум; μούρχεται άλλο πράμα мне трудно сказать, что со мной; τί σού ήλθε; что на тебя нашло?;πάει κ' έρχεται — быть сносным, терпимым, подход'ящим (о человеке, предмете);
πάει (или συ ρε) κ' έλα туда и обратно;εισιτήριο 'πάει κ' έλα билет туда и обратно; τό (τα) πήγαιν' έλα или τό (τα) σύρε κ' έλα хождение взад и вперёд; έλα δα, μην τα παραφουσκώνεις нет, не надо преувеличивать; έλα, μην κλαις πιά ну хватит, перестань плакать;έρχομαι κατ' επάνω — а) направляться, двигаться на кого-л.; — б) нападать, атаковать кого-л.;
Γιάννης πήγε, Γιάννης ήρθε погов, а) каким он был, таким и остался; б) с чем пошёл, с тем и вернулся; вернулся ни с чем -
17 στάσις
A placing, setting, (sc. δικτύων) X.Cyn.2.8, 9.16;τῶν κλιμάκων Plb.5.60.7
; erection of a statue,εἰκόνος IG7.411.34
(Oropus, ii B.C.); στήλης ib.22.654.59 (iii B.C.), 11(4).1023 (Delos, iii B.C.).3 erection, building, PPetr.3p.139 (iii B.C., pl.); = ἐργαστήριον, Hsch.; so perh. in BGU1122.18, 21 (i B.C.).II (ἵστημι A.
IV) weighing,αὕτη 'στὶ λοιπὴ σφῷν στάσις Ar.Ra. 1401
; A 28 (Delph., iv B.C.); στάσις μισθοῦ the paying of the doctor's fee, Hp. Praec.4;ἀπὸ τᾶν κοινᾶν ποθόδων.. ἐπιλυθῆμεν τοὺς ἐρρυτιασμένους στάσι IG42(1).77.13
(Troezen, ii B.C.).B ([etym.] ἵσταμαι) standing, stature, A.Eu.36 (marg.M βάσιν); standing still, stationariness, defined as ἀπόφασις τοῦ ἰέναι, Pl.Cra. 426d; opp. φορά, κίνησις, ib. 437a, 438c, Sph. 250a, 251d, Arist.Metaph. 1025b21, al.; rest, as a category of the intelligible, Plot.6.2.8; opp. ἠρεμία, Id.6.3.27; ὀμμάτων στάσιες fixed stare, Hp.Acut. (Sp.) 6; σ. ὤτων pricking of the ears, Poll.5.61; σ. τῆς γαστρός constipation, Orib.inc. 13.6; [ τοῦ αἵματος] sluggishness, Hp.Acut. (Sp.) 7; τοῦ ἀέρος,= νηνεμία, Thphr.Vent.18, Gal.9.908.2 the place in which one stands or should stand, position, posture, station,ἔχοντες σ. ταύτην ἐς τὴν ἔστημεν Hdt.9.21
; λέβης.. φυλάσσων τὴν ὑπὲρ πυρὸς ς. A.Fr.1; ἰδέσθαι.., τίν' ἔχει ς. E.Fr. 308 (anap.), cf. Ar.Pl. 954;τὴν 'ινοῦς σ. ἑστάναι E.Ba. 925
; τῆς αὐτῆς ἠξιοῦτο ς. D.19.272; σ. ἵππων,= ἱππόστασις, σταθμός, stable, stall, E.Fr. 442;ὄνων ἵππων τε στάσεις Ephipp.18
;τῆς σ. παρασύρων.. τὰς δρῦς Ar.Eq. 527
; κατὰ τὴν σ. δὴ στάντες standing each in his place, Antid.2; of military formation, κατάπυκνος ς. close order, Ascl.Tact.5.1; row,ἀμπέλων Tab.Heracl.2.77
, al., cf. BGU1122.18,21 (i B.C., unless in signf. A. 1.3).b position in relation to the compass,ἡ σ. ἤλλακτο τῶν ὡρέων Hdt.2.26
; ἡ σ. τοῦ νότου καὶ τῆς μεσαμβρίης ibid.; setting of a wind from a quarter, τῶν ἐτησίων ἤδη στάσιν ἐχόντων having set in, Plb.5.5.3; γίνεταί τις ἀνέμου ς. Id.1.48.2, cf. Arist.Mete. 362b33, Thphr.Sign.35 (pl.); v. infr. 111.4.c of planetary connexion, Vett.Val.38.17.d metaph., from a boxer's position, ὥσπερ.. ὁρᾶτε τοὺς πύκτας περὶ τῆς σ. ἀλλήλοις διαγωνιζομένους, οὕτω καὶ ὑμεῖς.. ὑπὲρ τῆς πόλεως περὶ τῆς σ. ( τάξεως codd., but cf. Quint.Inst.3.6.3)αὐτῷ μάχεσθε Aeschin.3.206
: hence, position taken up by a litigant (esp. defendant), Cic. Top.25.93;ἐπ' ἀδίκου σ. ἱστάμενος PRein.18.16
(ii B.C.); issue, σ. ὁρική, νομική, λογική, etc., Hermog.Stat.2, cf. Syrian. in Hermog.2.55 R.3 position, state, condition of a person,ἐν τῇ καλλίονι στάσει εἶναι Pl.Phdr. 253d
; esp. of moral, social, political position,μειρακιώδης Plb.10.33.6
;ἰδιώτου Epict.Ench.48
;φιλοσόφου Arr.Epict.3.15.13
; σ. ἔχειν ἐν τῷ βίῳ ib.1.21.1; state of affairs, Ostr.1151.3 (iii A.D.);ἡ σ. τῆς νόσου Hp.Dieb.Judic.10
, cf. Mochl. 21 (pl.).4 στάσις μελῶν, expld. by Sch. as = στάσιμον (q.v.), Ar. Ra. 1281.III esp. party formed for seditious purposes, faction, Thgn.51, Hdt.1.59,60; ἐπεκράτησε τῇ στάσι ib. 173; αἱ τῶν Μεγαρέων ς. Th.4.71.2 faction, sedition, discord, Thgn.781, Sol.4.19, Democr.245, Th.2.65;οἴκων Pi.N.9.13
, al., cf. Hdt.5.28, al.;σ. ἀντιάνειρα Pi.O.12.16
; σκεπτομένων πόθεν ἡ ς. how the row began, Batr.135; στάσις ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο a contest, A.Pr. 202;ὅστις.. στάσιν ποιέοι περὶ γαδαισίας Berl.Sitzb. 1927.8
([dialect] Locr., v B.C.);εἰς λόγου στάσιν ἐπελθών S.Tr. 1180
;σ. γλώσσης Id.OT 634
;στάσει νοσοῦσα πόλις E.HF34
;τὰς σ. ἐποιοῦντο πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.79
;στάσεις παύω X.Mem.4.6.14
; ;πόλιν εἰς στάσιν ἐμβάλλειν X.Mem.4.4.11
;τὴν πόλιν εἰς στάσεις κατέστησαν Lys.25.26
;κατὰ στάσιν ἀποκτείνειν Id.30.13
; opp. πόλεμος, Pl.R. 470b, cf. Phd. 66c, Sol. l.c.;στάσεις καὶ διαστάσεις Arist.Pol. 1296a8
.3 division, dissent,στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20
; οὐδ' ἔνι ς. there's no disputing it, A.Pers. 738 (troch.).4 metaph., τὰν ἀνέμων ς. Alc.18 (unless in signf. B.1.2b);ἀνέμων πνεύματα.. στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα A.Pr. 1087
(anap.); σ. κυμάτων Ach. Tat.3.2.IV στάσεις,= τὰ πεφυκότα σπέρματα, Ar.Fr. 859. -
18 αναφορα
ἥ1) восхождение, подъем(ἐκ τοῦ βυθοῦ Arst.; πνεύματος Plut.)
2) отнесение(τινος πρὸς ἓν τέλος Polyb.)
3) передача (дела, вопроса), обращение(εἴς τι Aeschin. и εἴς τινα Arst., Dem., πρός и ἐπί τινα Polyb.)
4) возложение (ответственности, вины)5) устранение, тж. облегчение или способ исправления(συμφορᾶς Eur.; ἁμαρτήματος Plut.)
ἀναφορὰν ἔχειν Plut. — иметь возможность исправить положение6) поступление, доход Plut.7) грам. относительное значение ( местоимения или наречия)8) рит. анафора (повторение слова в начале ряда предложений или их частей, напр.: ὅταν ὡς ύβρίζων, ὅταν ὡς ἐχθρὸς ὑπάρχων, ὅταν κονδύλοις, ὅταν ἐπὴ κόρρης Dem.) -
19 παρασύρω
A- σῠρῶ Hsch.
:—[voice] Pass., [tense] pf. παρασέσυρμαι and [tense] aor. 2 παρεσύρην [pron. full] [ῠ] (v. infr.):—sweep away, carry away, of a rapid stream, [Κρατῖνος] πολλῷ ῥεύσας ποτ' ἐπαίνῳ διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει καὶ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς δρῦς κτλ. sweeping the oaks from their stations, Ar.Eq. 527 ;τοῦ ῥεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς.. παρέσυρε D.S.17.55
: metaph., of orators, τῷ ῥοθίῳ τῆς φορᾶς.. ἅπαντα.. π. Longin.32.4:— [voice] Pass., to be swept away,τῇ τοῦ κατακλυσμοῦ φορᾷ Ph.1.223
: metaph.,εἰς ἑτέραν παρασύρεσθαι τέχνην Chor.Lyd. 17(21)
, cf. Anon. in EN418.21 ; π. ὑπὸ τῶν ὅπλων to be swept into rebellion, Them.Or.7.93c ; ἐκ λήθης π. Tz.H.9.751.2 π. τῶν νεῶν τοὺς ταρσούς sweep off the oars of the ships by brushing past them, Plb. 16.4.14, cf. D.S.13.16 ([voice] Pass.): intr., τὰ ἐς πλάγιον τοῦ ὀστέου παρασύραντα βέλεα grazing it obliquely, Hp.VC11.5 generally, drag, hale, τινὰ εἰς τὰ κριτήρια Mitteis Chr.89.22 (ii A.D.).8 [voice] Pass., in Geom., glide, slide along the circumference of a curve, Procl.Hyp.4.4,34.9 παρασεσυρμένοι, = ὑπεσκελισμένοι, of wrestlers, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασύρω
-
20 τύχη
τύχη [pron. full] [ῠ], ἡ, [dialect] Boeot. [full] τιούχα IG7.2809.1 (Hyettus, iii B. C.), [full] τούχα ib.3083 (Lebad., iii B. C.): (Aτεύχω, τυγχάνω A. 1.2
):—the act of a god,τύχᾳ δαίμονος Pi.O.8.67
; ;τύχᾳ θεῶν Pi.P.8.53
; σὺν θεοῦ τύχᾳ, σὺν Χαρίτων τύχᾳ, Id.N.6.24, 4.7;θείῃ τύχῃ Hdt.1.126
, 3.139, 4.8, 5.92.γ; ἐὰν θεία τις συμβῇ τ. Pl.R. 592a
;θείᾳ τινὶ τύχῃ Id.Ep. 327e
;ἐκ θείας τύχης S.Ph. 1326
;δαιμονίως ἔκ τινος τ. Pl.Ti. 25e
;πῶς οὖν μάχωμα θνητὸς ὢν θείᾳ τύχῃ; S.Fr. 196
; ἆρα θείᾳ κἀπόνῳ τάλας τύχῃ [ὄλωλε]; Id.OC 1585;ἐμὲ.. δαιμονία τις τύχη κατέχει Pl.Hp.Ma. 304c
: (lyr.);ἐξεπλήσσου τῇ τ. τῇ τῶν θεῶν Id.IA 351
(troch.);δαίμονος τύχα βαρεῖα Id.Rh. 728
(lyr.);τὰς.. δαιμόνων τ. ὅστις φέρει κάλλιστα Id.Fr.37
.b the act of a human being, πέμψον τιν' ὅστις σημανεῖ—ποίας τύχας; will order—what action? Id.IT 1209 (troch.).2 esp. ἀναγκαία τύχη, as a paraphrase for Ἀνάγκη, Necessity, Fate,τέθνηκ' Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης S.El. 48
;τῆς ἀ. τ. οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν Id.Aj. 485
; πρόστητ' ἀ. τ. ib. 803;εἴ τις ἀ. τ. γίγνοιτο Pl.Lg. 806a
: also pl.,ἀλλ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον E. IA 511
.II regarded as an agent or cause beyond human control:1 fortune, providence, fate,πάντα τύχη καὶ μοῖρα, Περίκλεες, ἀνδρὶ δίδωσι Archil.16
;ἡμῖν ἐκ πάντων τοῦτ' ἀπένειμε τύχη Simon.100
;πύργοις δ' ἀπειλεῖ δείν', ἃ μὴ κραίνοι τύχη A.Th. 426
;ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ Pi.O.14.15
;μετὰ τύχης ευ'μενοῦς Pl.Lg. 813a
; ;ὁρμώμενον βροτοῖσιν εὐπόμπῳ τύχῃ Id.Eu.93
: personified,Σώτειρα Τύχα Pi.O.12.2
;Τ. Σωτήρ A. Ag. 664
, cf. S.OT80; ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τ. νέμων τῆς εὖ διδούσης ib. 1080; <Τύχα>.. Προμαθείας θυγάτηρ Alcm.62
, cf. Pi.Fr.41, D.Chr. 63.7;πάντων τύραννος ἡ Τύχη 'στὶ τῶν θεῶν Trag.Adesp.506
, cf. 505;Τύχα, μερόπων ἀρχά τε καὶ τέρμα.. προφερεστάτα θεῶν Lyr.Adesp.139
.2 chance, regarded as an impersonal cause,τύχη φορὰ ἐξ ἀδήλου εἰς ἄδηλον, καὶ ἡ ἐκ τοῦ αὐτομάτου αἰτία δαιμονίας πράξεως Pl.Def. 411b
; coupled with τὸ αὐτόματον, Arist.Ph. 195b31, al.; defined asαἰτία ἄδηλος ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ Stoic.2.281
; ;τὰ τῆς τύχης φέρειν δεῖ γνησίως τὸν εὐγενῆ Antiph.281
, cf. Apollod.Com.17, Alex.252, Men. 205;οὐκ ἔχουσιν αἱ τ. φρένας Alex.287
;τῆς ἀναγκαίας μέν, ἀγνώμονος δὲ τ. οὐχ ὡς δίκαιον ἦν, ἀλλ' ὡς ἐβούλετο, κρινάσης τὸν ἀγῶνα D.Ep.2.5
; personified and said to be blind, Men.417b, Kon.14, Plu. 2.98a;τί δ' ἂν φοβοῖτ' ἄνθρωπος, ᾧ τὰ τῆς τ. κρατεῖ, πρόνοια δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής; S.OT 977
; ἂν μὲν ἡ τ. συνεπιλαμβάνηται.., ἂν δ' ἀντιπίπτῃ τὰ τῆς τ., Plb.2.49.7,8;ἡ Τ. σχεδὸν ἅπαντα τὰ τῆς οἰκουμένης πράγματα πρὸς ἓν ἔκλινε μέρος Id.1.4.1
, cf. 1.63.9, 2.38.5, 36.17.1;τῆς Τ. ὥσπερ ἐπίτηδες ἀναβιβαζούσης ἐπὶ σκηνὴν τὴν τῶν Ῥοδίων ἄγνοιαν Id.29.19.2
, cf. 23.10.16, Dem.Phal.39J.; οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσι would not depend on chance, Th.4.73; , cf. 69; τύχῃ by chance, S.Ant. 1182, Ph. 546, Th.1.144, etc.; opp. φύσει, Pl.Prt. 323d; ἀπὸ τύχης, opp. ἀπὸ παρασκευῆς, Lys.21.10; opp. ἀπὸ φύσεως, Arist. Metaph. 1032a29;ἀπὸ τ. ἀπροσδοκήτου Pl.Lg. 920d
; , R. 499b, etc.;διὰ τύχην Isoc.4.132
, 9.45;δίκαιος οὐδεὶς ἀπὸ τύχης οὐδὲ διὰ τὴν τ. Arist.Pol. 1323b29
;κατὰ τύχην Th.3.49
, X.HG3.4.13;τῆς τ. εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118
;τὸ τῆς τ. ἀφανές E.Alc. 785
, cf. D.4.45.III regarded as a result:1 good fortune, success,δὸς ἄμμι τ. εὐδαιμονίην τε h.Hom.11.5
;μοῦνον ἀνδρὶ γένοιτο τ. Thgn.130
;τ. μόνον προσείη Ar.Av. 1315
(lyr.);εἴ οἱ τ. ἐπίσποιτο Hdt.7.10
.δ, cf. 1.32; σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι· οὐ γὰρ ἄν.. ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ ib. 124;ἐπειδήπερ ἐν τούτῳ τύχης εἰσί Th.7.33
;σὺν τύχᾳ Pi.N.5.48
, cf. S.Ph. 775; σὺν τ. τινί A Ch.138, cf. Th.472;τύχᾳ Pi.N.10.25
, E.El. 594 (lyr.); οὐ πεποιθότες τύχῃ not believing in our good fortune, A.Ag. 668; γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων ib. 685 (lyr.); σοφῶν γὰρ ἀνδρῶν ταῦτα, μὴ 'κβάντας τύχης, καιρὸν λαβόντας, ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν without stepping out of success already attained, E.IT 907;τὰς γὰρ παρούσας οὐχὶ σῴζοντες τ. ὤλοντ' ἐρῶντες μειζόνων ἀβουλίᾳ Id.Fr. 1077
: c. gen. rei,Ζεῦ τέλει', αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν Pi.O.13.115
.2 ill fortune,τὰς ἐκ θεῶν τύχας δοθείσας.. φέρειν S.Ph. 1317
; κατὰ τύχας in misfortune, opp.κατὰ.. εὐπραγίας, Pl.Lg. 732c;τοιαύτῃσι περιέπιπτον τύχῃσι Hdt. 6.16
; τύχῃ by ill-luck, opp. ἀδικίᾳ, Antipho 6.1; opp. προνοίᾳ, Id.5.6; ἔστιν ἡ τ. τοῦ ἄρξαντος the ill-luck is his who began the fray, Id.4.4.8; of death, ἢν χρήσωνται τύχῃ, i. e. if they are killed, E.Heracl. 714, cf. And.1.120, X.Cyn.5.29;δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε, τὴν τ. δ' αἱρούμεθα A.Ag. 1653
;τ. ἑλεῖν Id.Supp. 380
, cf. Pr. 106, 274, 290 (anap.); : personified, εἰ μὴ τὴν Τ. αὐτὴν λέγεις *misfortune herself, ib. 786.3 in a neutral sense, mostly in pl. 'fortunes',ποίαις ὁμιλήσει τύχαις Pi. N.1.61
;πρὸς τὸ παρὸν ἀεὶ βουλεύεσθαι καὶ ταῖς τ. ἐπακολουθεῖν Isoc.6.34
; τὴν ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τ. κρίνειν πάρος the event, S.Tr. 724;ἐπὶ τῇσι παρεούσῃσι τύχῃσι Hdt.7.236
;ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τ. A.Pr. 377
;φέρειν ἀνάγκη τὰς παρεστώσας τ. E.Or. 1024
: c. gen. rei,κοινὰς εἶναι τὰς τ. τοῖς ἅπασι καὶ τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν Lys.24
. 22.4 the quality of the fortune or fate may be indicated by an Adj., ἀγαθὴ τ. or ἡ ἀγαθὴ τ., A.Ag. 755 (lyr.), Ar. Pax 360, D.Ep.4.3, etc.;πολλῇ χρῷτ' ἂν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 640d
; freq. in prayers and good wishes,εὐχώμεσθα Διὶ.. θεσμοῖς τοῖσδε τ. ἀγαθὴν καὶ κῦδος ὀπάσσαι Sol.[31]
; θεὸς τ. ἀγαθάν (sc. δότω) GDI1930, al. (Delph., ii B. C.): in nom.,θεός, τύχα ἀγαθά IG42(1).47.1
, 121.1 (Epid., iv B.C.), 73.1 (ibid., iii B.C.): freq. in dat., ἀγαθῇ τύχῃ by God's help, Lat. quod di bene vortant, ἀγαθᾷ τύχᾳ ib.103.119 (ibid., iv B. C.);ἀλλ' ἴωμεν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 625c
;ταῦτα ποιεῖτ' ἀγ. τ. D.3.18
;τύχῃ ἀγαθῇ And. 1.120
, Pl.Smp. 177e, Cri. 43d, etc.; in Com. with crasis,ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ Ar.Av. 675
, cf. 436, Ec. 131, Nicostr.Com.19; as a formula in treaties, decrees, etc., Αάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῇ Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν Decr. ap. Th.4.118, etc.;ἀγ. τ. τῇ Ἀθηναίων IG12.39.40
; alsoἐπ' ἀγαθῇ τ. Ar.V. 869
, cf. Pl.Lg. 757e; μετ' ἀγαθῆς τ. ib. 732d; τύχῃ ἀμείνονι, ἐπ' ἀμείνοσι τύχαις, ib. 856e, 878a; alsoτύχᾳ σὺν ἔσλᾳ Sapph.Supp.9.4
;ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι Hdt.1.119
: with κακός or equivalent words,τ. παλίγκοτος A.Ag. 571
;ἡ δέ τοι τ. κακὴ μὲν αὕτη γ' ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει S.Tr. 328
;ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τ. Id.Aj. 323
;τίς τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη; A. Pers. 438
; ;ὅταν τις ἡμῶν δυστυχῆ λάβῃ τ. Id.Tr. 471
, cf. Th.5.102;ἀλιτηριώδης τ. Pl. Lg. 881e
;ποινὴν καὶ κακὴν τ. S.E.M.5.16
.5 with gen. (or possess. Adj.) of the person who enjoys or endures the fortune or fate,τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ' ὁ πότμος Simon.4.2
;θεῶν δ' ὄπιν ἄφθιτον αἰτέω, Εέναρκες, ὑμετέραις τύχαις Pi.P.8.72
;ὤμοι βαρείας ἆρα τῆς ἐμῆς τ. S.Aj. 980
;κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τ. X.Cyr.5.4.31
;ἐπὶ τῇ τῶν Ἀρκάδων τ. ἥσθησαν Id.HG7.1.32
;πρὸς τὰς τ. τῶν ἐναντίων ἐπαίρεσθαι Th.6.11
;τῆς ὑμετέρας τ. D.1.1
;τὴν ἰδίαν τ. τὴν ἐμὴν καὶ τὴν ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου Id.18.255
.IV the τ. or ἀγαθὴ τ. of a person or city is sts. thought of as permanently belonging to him or it, as a faculty for good fortune, destiny, almost = δαίμων 1.2, 11.3,τὸν δαίμονα καὶ τὴν τ. τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι Aeschin.3.157
;ἐπισφαλές ἐστι πιστεύειν ἀνδρὸς ἑνὸς τύχῃ τηλικαῦτα πράγματα Plu.Fab.26
;νὴ τὴν σὴν τ. Arr.Epict.2.20.29
: personified,θύειν Τύχῃ Ἀγαθῇ πατρὸς καὶ μητρὸς Ποσειδωνίου κριόν SIG1044.34
(Halic., iv/iii B. C.); a statue of the Τύχη of the City of Antioch executed by Eutychides, Paus.6.2.7: so of rulers, (Halic., iii B.C.);διὰ τὴν τ. τοῦ θεοῦ καὶ κυρίου βασιλέως BGU1764.8
(i B. C.);νὴ τὴν Καίσαρος τ. Arr. Epict.4.1.14
;ὀμνύω τὴν.. Σεβαστοῦ τ. Sammelb.7440.19
(ii A. D.), cf. BGU1583.23 (ii A. D.); of officials, e.g. theἐπιστράτηγος, ἐάν σου τῇ εὐμενεστάτῃ τύχῃ δόξῃ Sammelb.7361.21
(iii A. D.).2 = Lat. Fortuna; Τ. Σωτήριος, = Fortuna Redux, Mon.Anc.Gr.6.7; Τ. Πρωτογένεια, = F. Primigenia, SIG1133 (Delos, ii B. C.).3 position, station in life,ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ.., σὺ δ' ὁ σεμνὸς.. σκόπει.. ποίᾳ τινὶ κέχρησαι τύχῃ.. τὸ μέλαν τρίβων κτλ. D.18.258
;πάσῃ τ. καὶ ἡλικίᾳ BCH15.184
, 198,204 ([place name] Panamara);οἰκέτης τὴν τ. Ael.NA7.48
; ;οἱ δουλικὴν τ. εἰληχότες POxy.1186.5
(iv A. D.), cf. 1101.7,11,21,24 (iv A. D.), etc.; rank,βουλευτικὴ τ. PLond.3.1015.1
,4 (vi A. D.), cf. Cod.Just. 1.3.52.1, 4.20.15.1, 9.5.2.V Astrol. uses:VI Pythag. name for 7, Theol.Ar.44.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek