-
1 ἀνα-φορά
ἀνα-φορά (s. ἀναφέρω), ἡ, 1) das in die Höhe Heben, ἀναφορὰν ποιεῖσϑαι ἐκ τοῦ βυϑοῦ, sich aus der Tiefe emporschwingen, Arist. H. A. 9, 5; αἵματος, Blutauswerfen; das Ausathmen, Ath. – 2) das Zurückführen, bes. einer Beschuldigung auf einen Andern, ἐκείνοις δ' εἶναι εἰς τοὺς ἔχοντας ἀναφοράν, sie können sich an diese halten, Dem. 24, 13; vgl. 18, 219, wo es absolut steht für: Anschuldigung eines Andern. Uebh. Beziehung auf etwas, Theophr. Char. 8; ἡ ἀναφορὰ περὶ πάντων πραγμάτων εἰς τὸν δῆμόν ἐστι, es muß Alles vor das Volk gebracht werden, Arist. rhet. ad Alex. praef.; τὴν ἀναφορὰν ποιεῖσϑαι πρός τι Pol. 5, 261. 105 u. öfter, referre ad; πρὸς τὸ τέλος, Beziehung auf den Zweck, Plut. Demetr. 1. – 3) Erholung, τῆς συμφορᾶς Eur. Or. 414; ἁμαρτήματος Plut. Phoc. 2; vgl. Cat. 27 und öfter; οὐκ ἔχειν ἀναφοράν τινος, sich von etwas nicht erholen können, Plut. – 4) das Einkommen, der Ertrag, Plut.
-
2 συν-ανα-φορά
συν-ανα-φορά, ἡ, das Mit- oder Zugleichhinaustragen, Mitzurückbeziehen, M. Ant. 3, 13.
-
3 ἐπ-ανα-φορά
ἐπ-ανα-φορά, ἡ, das Berichterstatten zur Entscheidung, Andoc. 3, 33. – Die rhet. Figur der Wiederholung eines Wortes am Anfange der Satzglieder, Rhett.
-
4 ἀναφορά
-
5 αναφορα
ἥ1) восхождение, подъем(ἐκ τοῦ βυθοῦ Arst.; πνεύματος Plut.)
2) отнесение(τινος πρὸς ἓν τέλος Polyb.)
3) передача (дела, вопроса), обращение(εἴς τι Aeschin. и εἴς τινα Arst., Dem., πρός и ἐπί τινα Polyb.)
4) возложение (ответственности, вины)5) устранение, тж. облегчение или способ исправления(συμφορᾶς Eur.; ἁμαρτήματος Plut.)
ἀναφορὰν ἔχειν Plut. — иметь возможность исправить положение6) поступление, доход Plut.7) грам. относительное значение ( местоимения или наречия)8) рит. анафора (повторение слова в начале ряда предложений или их частей, напр.: ὅταν ὡς ύβρίζων, ὅταν ὡς ἐχθρὸς ὑπάρχων, ὅταν κονδύλοις, ὅταν ἐπὴ κόρρης Dem.) -
6 ἐπαναφορά
ἐπ-ανα-φορά, ἡ, das Berichterstatten zur Entscheidung. Die rhet. Figur der Wiederholung eines Wortes am Anfange der Satzglieder -
7 συναναφορά
συν-ανα-φορά, ἡ, das Mit- oder Zugleichhinaustragen, Mitzurückbeziehen -
8 μέσος
μέσος, η, ον, also Arc. (v. ἰμέσος, μεσακόθεν); [dialect] Ep. [full] μέσσος (also [dialect] Aeol., Sapph.1.12, IG11(4).1064b32, and Lyr., Pi.P.4.224, and sts. in Trag., E.HF 403 (lyr.), S.OC 1247 (lyr.), Tr. 635 (lyr.), Ant. 1223, 1236, Fr.255.5), [dialect] Boeot., Cret. [full] μέττος, IG7.2420.20 (iii B. C.), GDI 5000 iiA b 2 (v B. C.):—middle, in the middle,I of Space, esp. with Nouns, of the middle point or part,μ. σάκος Il.7.258
;ἱστίον 1.481
; οὐρανός zenith, Od.4.400; μ. ἀπήνης from mid chariot, S.OT 812; ἐν αἰθέρι μ. in mid-air, Id.Ant. 416; μ. μετώπῳ in the middle of the forehead, PRyl.128.30 (i A. D.): in Prose freq. preceding the Art.,κατὰ μέσον τὸν σταθμόν X.An.1.7.14
; ἐν μ. τῇ χώρᾳ ib.2.1.11; ἐκ μ. τῆς νήσου, κατὰ μ. τὴν νῆσον, Pl.Criti. 113d, 119d; ἐπὶ μέσου τοῦ τμάματος at the middle point of the segment, Archim.Aequil.1.6; ἁ ἐπὶ μέσαν τὰν βάσιν ἀγομένα (sc. εὐθεῖα) ib.12: sts. following the Noun,ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ D.29.12
: less freq. midmost, central, of three or more objects,μ. ὁδός Thgn.220
, 331; ὁ μ. [δάκτυλος] Pl.R. 523c; τὸ μ. στῖφος the central division of the army, X.An.1.8.13; μέσον, τό, centre,ἡ ἐπὶ τὸ μ. φορά Iamb.Protr.21
.b with a Verb, ἔχεται μ. by the middle, by the waist, prov. from the wrestling-ring, Ar.Eq. 387 (lyr.), cf. Ach. 571 (lyr.), Nu. 1047, Ra. 469;μέσην λαβόντα Id.Ach. 274
, cf. Hdt.9.107, D.53.17;ὁ πέπλος ἐρράγη μ. Philippid.25.5
.c c. gen., midway between,ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλίγον μ. Pl.Plt. 303a
(also μ. ἐπ' ἀμφότερα, ibid.):—S. hasμέσος ἀπὸ [τοῦ κρατῆρος] τοῦ τε πέτρου OC 1595
.2 of Time, Hom. only in phrase μέσον ἦμαρ midday, Il.21.111, Od.7.288, Pi.P.9.113;μέσαι νύκτες Sapph.52
, Hdt.4.181, X. An.7.8.12, etc.;θέρευς ἔτι μέσσου ἐόντος Hes.Op. 502
;χειμῶνος μέσου Ar.Fr.569.1
;μ. ἡμέρα Hdn.8.5.9
; μ. ἡλικία middle age, Pl.Ep. 316c: soμέσοι τὴν ἡλικίαν E.Ep.5
; μέσος ἀκμῆς v.l. in Theoc.25.164.3 metaph., impartial, Th.4.83, PLond.1.113(1).27 (vi A.D.).b inter-mediate, freq. c. gen.,μ. τις γέγονα χρηματιστὴς τοῦ τε πάππου καὶ τοῦ πατρός Pl.R. 330b
;ψιλὸν μὲν τὸ π ¯, δασὺ δὲ τὸ φ ¯, μέσον δὲ ἀμφοῖν τὸ β ¯ D.H.Comp.14
(v. infr. d); ἡ τρίτη καὶ μ. τῶν εἰρημένων δυεῖν ἁρμονιῶν ib.24; ὁ μ. χαρακτήρ ib.21; indeterminate, Luc.Par.28; τὰ μ. things indifferent (neither good nor bad), Stoic.3.135, al.; of words such as τύχη, EM626.38; ζῴδια (neither lucky nor unlucky) Vett.Val.93.9;μ. δίαιτα Diocl.Fr.141
, cf.Sor.1.46.c Gramm., of Verbs, middle, Eust. 1846.30, etc.; μ. διάθεσις, σχήματα, A.D.Synt.226.10, 210.18; μ. ἐνεστώς present middle, ib.278.25.d Gramm., of consonants, Lat. mediae, i. e. β ¯ γ ¯ δ ¯, D.T.631.23: but also of semi-vowels, Pl.Phlb. 18c: of accent, ὀξύτητι καὶ βαρύτητι καὶ τῷ μέσῳ, i. e. the circumflex, Arist. Po. 1456b33.II middling, moderate,1 of size, μέσοι ὀφθαλμοί, ὦτα, γλῶττα, Id.HA 492a8,33, b31; μ. μεγέθει ib. 496a21, PPetr.1p.37 (iii B. C.); μ. alone, of middle height, PGrenf.2.23 (a) ii 3 (ii B. C.), POxy. 73.13 (i A. D.), etc.2 of class or quality,πάντων μέσ' ἄριστα Thgn. 335
; (lyr.);μ. ἐν πόλει Phoc.12
; μ. ἀνήρ a man of middle rank, Hdt.1.107;μ. πολίτης Th.6.54
;τὰ μ. τῶν πολιτῶν Id.3.82
(soτῶν ἀνὰ πόλιν τὰ μ. Pi.P.11.52
); οἱ μ., between οἱ εὔποροι and οἱ ἄποροι, Arist.Pol. 1289b31, 1295b3; οἱ μ. πολῖται ib. 1296a19; τὸ μ. ib. 1295b37; μ. [πολιτεία] ib. 1296a7;ὁ μ. βίος Luc.Luct.9
; mediocre, Pl.Prt. 346d; τῶν ἑταιρῶν αἱ μ. Theopomp. Com.21. Adv. μέσως, ἱκανόν fairly adequate, Phld.Rh.2.4S.III μέσον, τό, midst, intervening space, mostly with Preps.,a ἐν μέσσῳ, = ἐν μεταιχμίῳ, Il.3.69,90;ἐν τῷ μ.
in the midst,Ev.Matt.
14.6; ἡ 'ν μέσῳ [μοῖρα] σῴζει πόλεις the middle class, E.Supp. 244: withoutἐν, ἔμβαλε μέσσῳ Il.4.444
;ἔνθορε μέσσῳ 21.233
;μέσσῳ ἀμφοτέρων 3.416
, 7.277;τῶνδέ τ' ἐν μ. πεσεῖν E.Ph. 583
;ἐν μ. λόγους ἔχειν Id.Hel. 630
;μῆκος ἐν μ. χρόνου A.Supp. 735
;χρόνος οὑν μ. E.Ph. 589
(troch.); τὰ ἐν μ. what went between, S.OC 583; οἱ ἐν μ. λόγοι the intervening words, Id.El. 1364, E.Med. 819;κλίνης ἐν μ. Id.Hec. 1150
; ἐν μ. ἡμῶν καὶ βασιλέως between us and him, X.An.2.2.3;σοφίας καὶ ἀμαθίας ἐν μ. Pl.Smp. 203e
; ἐν μ. νυκτῶν at midnight, X.Cyr.5.3.52; ἆθλα κείμεν' ἐν μέσῳ offered for competition (cf. infr. b), D.4.5, cf. Thgn.994, X.An.3.1.21; ἡ τιμὴ ἐν τῷ μέσῳ ἔστω deposited with the court, Herod.2.90: without ἐν, καὶ μέσῳ πάντες καὶ χωρὶς ἕκαστος both collectively and severally, IG12(5).872.27,31,38, al. ([place name] Tenos): in pl.,κεῖτο δ' ἄρ' ἐν μέσσοισι Il.18.507
;ἐν μέσοισ' Xenoph.1.7
; ἐν μέσῳ εἶναι τοῦ συμμεῖξαι to stand in the way of.., X.Cyr.5.2.26; ἡ γὰρ θάλαττα ἐν τῷ μ. is an obstacle, Id.Ath.2.2;οὐδεὶς ἐν μέσσῳ γείτων πέλεν Theoc.21.17
;οὐδὲν ἂν ἦν ἐν μ. πολεμεῖν ἡμᾶς D.23.183
; cf. ἰμέσος.b ἐς μέσον, ἐς μ. ἀμφοτέρων, freq. in Hom. for ἐς μεταίχμιον, Il.4.79, 6.120; ἀνδρὶ δὲ νικηθέντι γυναῖκ' ἐς μέσσον ἔθηκε deposited her as a prize (cf. supr. a), 23.704;ἐς μ. δεικνύναι τινί τι Pi.Fr.42.3
; ἐς μ. ἵεσθαι, ἐλθεῖν, παρελθεῖν, S.Tr. 514 (lyr.), Theoc.22.183, Plu. Agis9;ἐς μέσον ἀμφοτέροισι.. δικάσσατε Il.23.574
; ἐς τὸ μ. φέρειν bring forward publicly, Hdt.4.97, D.18.139;ἐς τὸ μ. λέγεσθαι Hdt. 6.129
; ἐς μ. Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα to give up the power in common to all, Id.3.80; ἐς μ. τὴν ἀρχὴν τιθεὶς ἰσονομίην ὑμῖν προαγορεύω ib. 142.c ἐκ τοῦ μέσου away,ἐκ μ. ἀνελεῖν D.10.36
, 18.294; [χειρόγραφον] ἦρκεν ἐκ τοῦ μ. Ep.Col.2.14
, cf. Arr.Epict.3.3.15; also ἐκ μ. a half,ἔτη ὀκτὼ καὶ ἔνατον ἐκ μ. Th.4.133
; also ἐκ μ. κατῆστο remained in the middle, i. e. neutral (cf.ἐκ 1.6
fin.), Hdt.3.83, cf. 4.118, 8.22,73.d διὰ μέσου between,τὸ διὰ μ. ἔθνος Id.1.104
;διὰ μ. ποιεῖσθαι X.Cyr.6.3.3
; διὰ μ. γενέσθαι intervene, of an event, Th.4.20: c. gen.,διὰ μέσου τῆς πόλεως ῥεῖ ποταμός X. An.1.2.23
; διὰ μ. ῥεῖ τούτων ποταμός ib.1.4.4, etc.;τὸ τούτων διὰ μ. Pl.Lg. 805e
; also οἱ διὰ μέσου the middle party, the moderates, Th. 8.75, X.HG5.4.25; τὸ διὰ μ. the middle class, Arist.Pol. 1296a8; of Time,ὁ διὰ μ. χρόνος Hdt.9.112
; ἡ διὰ μ. ξύμβασις an interim agreement, Th.5.26; διὰ μέσου, as a figure of speech, use of parenthesis, Hdn.Fig.p.95S.e ἀν (ὀν) τὸ μ. in the midst, Alc.18.3, Xenoph.1.11, Thgn.839; ἀνὰ μέσον midway between, Arist.HA 496a22, Antiph. 13, Theoc.22.21, etc.;ἀνὰ μ. τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ βωμοῦ GDI2010
(Delph.), cf. PTeb.13.9 (ii B. C.), al.;θρὶξ ἀνὰ μέσσον Theoc.14.9
; ; also ἀνὰ μέσον φέρε, = μετρίως, Men.531.18.f κατὰ μέσσον, = ἐν μέσῳ, Il.5.8, 16.285, etc.: c. gen., κὰδ δὲ μέσον τάφρου καὶ τείχεος ἷζον between, 9.87.2 μέσον, τό, difference, τὸ μ. πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας the average between.., Th.1.10; πολλὸν τὸ μ., πολὺ τὸ μ., the difference is great, Hdt.1.126, E.Alc. 914 (anap.); τὸ μ. οὐδὲν τῆς ἔχθρης ἐστί there is no middle course for our enmity, Hdt.7.11.3 middle state, mean,τὸ μ. καὶ τὸ εὖ Arist.EN 1109b26
; ποιήματα μέσα, opp. ὀγκώδη, in the (correct) mean, Phld.Po.5.5. Adv. -ως, ἀναστρέφεσθαι Id.Rh.1.155S.
4 in Logic, τὸ μ. the middle term of a syllogism, opp. τὰ ἄκρα, Arist.APr. 66a30; also ὁ μ. (sc. ὅρος) ib. 25b33.5 Math., middle terms in a proportion, Euc.6.16; μέση, or μέση (μέσος) ἀνάλογον a mean proportional (straight line or number), ib.13, 17, 8.11, 12, al.;μέσης εὕρεσις Arist.de An. 413a19
, Metaph. 996b21; μέση medial, a specific kind of irrational (straight line), Euc.10.21, al.; μέσον ὀρθογώνιον ([etym.] χωρίον) medial rectangle (area), ib.24, al.6 Astron., ὁ διὰ μέσων τῶν ζῳδίων κύκλος the ecliptic, Hipparch.1.9.3,4, Gem.2.21, Ptol.Alm.2.7: without κύκλος, Eudox. ap. Arist.Metaph. 1073b20, Hipparch.1.9.12; simply,ὁ διὰ μέσων D.L.7.146
; but, ὁ μέσος [κύκλος] the equator of a rotating sphere, Arist.Metaph. 1073b30.7 μέσα, τά, = μέζεα, Blaes.p.191 K.b = κοιλία 1.3, Herod.Med. ap. Orib.5.27.3, Gal.14.732: sg., Heph.Astr.1.1 (v.l. τὰ μέσα Cat.Cod.Astr.8(2).45).8 Μέσον, τό, one of the law-courts at Athens, Phot., Sch.Ar.V. 120.9 οὐ τοῖς μέσοις τῆς βίας χρωμένη no ordinary force, Hierocl.p.15 A.IV μέση, ἡ, as Subst., v. μέση.V Adv. μέσον, [dialect] Ep. μέσσον, in the middle, Il.12.167, Od.14.300: c. gen., between,οὐρανοῦ μ. χθονός <τε> E.Or. 983
(lyr.), cf. Arr.Epict.2.22.10; in the midst of,μ. τῆς θαλάσσης LXX Ex.14.27
;μ. γενεᾶς σκολιᾶς Ep.Phil.2.15
: also in pl., (lyr.), cf. Nic.Fr.74.26.2 regul. Adv.μέσως, πόλεώς τ' οὐ μ. εὐδαίμονος E.Andr. 873
, cf. Hec. 1113, Isoc.9.23; καὶ μ. even in a moderate degree, even a little, Th.2.60; μ. ἔχειν πρός or περί τι to be in the mean.., Arist.EN 1105b28, 1119a11;θερμότερον ἢ κραυρότερον ἢ μ. ἔχον Eub.7.1
, cf. Sosip. 1.53; μ. βεβιωκέναι in a middle way, i. e. neither well nor ill, Pl.Phd. 113d;μ. μεθύων Men.226
; μ. διατιθέναι in an intermediate way, D.H. Comp.14.b Gramm., in the middle voice, A.D. Synt.276.21.VI irreg. [comp] Comp.μεσαίτερος Pl.Prm. 165b
: [comp] Sup.μεσαίτατος Hdt.4.17
, Arist.Mu. 392b33, Gem.9.3, etc.; poet.μεσσότατος A.R.4.649
, Man. 6.373. (Cf. Skt. mádhyas 'middle', Lat. medius, etc.) -
9 троить
трою, троишьρ.δ.μ.1. τριμερίζω, χωρίζω, μοιράζω στα τρία.2. συνδέω ανά τρεΐ£• φτιάχνω, κατατάσσω, διαθέτω ανά τρεις. || επαναλαβαίνω τρεις φορές• -• поле τριβολίζω το χωράφι. || χτυπώ με μια φορά τρεις, τρία•троить на бильярде με μια στεκιά χτυπώ τρεις μπί-λες στο μπιλιάρδο•
троить из ружья σκοτώνω μ ένα σμπάρο τρία πουλιά.
εκφρ.в глазах -ит – τα βλέπω όλα (τα αντικείμενα) τριπλά.τρ ιμερίζομαι, διαιρούμαι στα τρία. || μου φαίνονται (τα αντικείμενα) τριπλά. || τριβολίζομαι. -
10 шерсть
-и, πλθ. шерсти-ей θ.1. μαλλί, έριο• τρίχωμα•шерсть овечья μαλλί προβάτου•
густая шерсть πυκνό μαλλί•
по -и κατά την κλίση (κατεύθυνση) του τριχώματος•
протившерстьи ανά-τριχα, κατά την αντίθετη φορά του τριχώματος.
|| το ποκάρ ι, ο πάκος.2. μάλλινη κλωστή. || μάλλινο ύφασμα.
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek