-
1 ειπεμεν...
-
2 ειπέμεν
-
3 εἰπέμεν
-
4 δια-ειπέμεν
δια-ειπέμεν, ep. = διειπεῖν, Od. 4, 215.
-
5 εἴτε
εἴτε – εἴτε, entweder – oder, sive – sive, sei es daß – oder daß, das Gleichmögliche od. Gleichbedeutende ausdrückend, Hom. u. Folgde; εἴτ' οὖν – εἴτε καί, mag nun – oder auch, Aesch. Ag. 817; εἴτ' οὖν – εἴτ' οὖν, Ch. 672, wie Plat. Apol. 34 e; εἴτε – εἴτ' ἄρ' οὖν, Soph. Phil. 345; εἴτ' οὖν δικαίως εἴτε μή, El. 550; vgl. Plat. Legg. VII, 808 a; εἴτε – εἴτε αὖ, Phil. 34 b; εἴτε καὶ – εἴτε καί, Rep. V, 471 b. – Bei den Tragg. fehlt zuweilen das erste εἴτε, z. B. σὺ δ' αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν ϑέλεις ὅμοιον Aesch. Ag. 1403, vgl. Ch. 988; πεπονϑέναι λόγοισιν εἴτ' ἔργοισιν Soph. O. R. 516. Auch in Prosa, πόλις εἴτε ἰδιῶταί τινες Plat. Legg. IX, 864 a, u. häufiger so εἴτε καί, oder auch, z. B. κατ' ἐμαυτὸν εἴτε καὶ πρὸς ἕτερον Soph. 217 b, vgl. 224 e Tim. 56 d. Es entsprechen sich auch εἰ – εἴτε, z. B. εἰ δικαίως εἴτε μή, κρῖνον Aesch. Eum. 446. 582; Soph. O. R. 92; Xen. An. 6, 4, 20; εἴτε – ἤ, Eur. El. 901; Plat. Phaedr. 277 d; ἢ – εἴτε, Eur. Alc. 112. – In der indirekten Frage: ob – oderob, οὐ γάρ τις δύναται σάφα εἰπέμεν εἴϑ' ὅγ' ἐπ' ἠπείρου δάμη – εἴτε καὶ ἐν πελάγει, Od. 3, 90; ἄγνοια ἦν, εἴτε Ἀμπρακιώτης τίς ἐστιν εἴτε Πελοποννήσιος Thuc. 3, 111; ἐβουλεύοντο εἴτε κατακαύσωσιν εἴτε τι ἄλλο χρήσωνται 2, 4, u. sonst in Prosa u. bei Tragg., vgl. Soph. Ant. 38; Plat. Men. 71 a; εἴτε διδακτὸν εἴτε οὐ διδακτόν 86 d; vgl. Eur. Cycl. 427; σκεψώμεϑα, εἴτε ἄρα ἐν ᾅδου εἰσὶν αἱ ψυχαὶ – εἴτε καὶ οὔ Plat. Phaed. 70 c; μηκέτι εἴπῃς, εἴτε ἐρᾷς του, εἴτε μή Lys. 204 b; Men. 87 a; σκοπεῖσϑε εἴτ' ὀρϑῶς λογίζομαι, εἴτε καὶ μή Dem. 15, 11; auch εἴτε – ἤ, Plat. Legg. XI, 938 b; γνώμεναι, εἴτε ψεῠδος ὑπόσχεσις ἠὲ καὶ οὐχί Il. 2, 350; εἰ – εἴτε, Her. 3, 35; εἰ δ' ἔτ' ἐστὶν ἔμψυχος γυνή, εἴτ' οὖν ὄλωλεν Eur. Alc. 140; εἰ μὲν ἀνδρῶν προςδεῖ ἡμῖν –, εἴτε καὶ μή, αὖϑις συμβουλευσόμεϑα Xen. Cyr. 2, 1, 7; im zweiten Gliede einer Doppelfrage allein, ποῠ γῆς; πατρῴας εἴτε βαρβάρου λέγε Soph. Tr. 236. Vgl. ὁπότερος.
-
6 ειπεμεναι
-
7 οποθι
эп. ὁππόθι adv. relat. где бы ни, где только, где именноὁ. πιότατον πεδίον Hom. — где только почва была наиболее плодородна;
οὔ τις δύναται εἰπέμεν, ὁ. ὄλωλεν Hom. — никто не может сказать, где именно погиб (Одиссей) -
8 ὁπόθι
Aπόθι, ὁππόθι πιότατον πεδίον..,ἔνθα.. τέμενος ἑλέσθαι Il.9.577
; ὁπόθι θάνατος ἀπῇ (or ἐπῇ) A.Supp. 124 (lyr.), as corrected. -
9 εἶπα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἶπα
См. также в других словарях:
εἰπέμεν — εἶπον said aor inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είτε — (AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε) (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ οὖν θανόντος εἴτε καὶ… … Dictionary of Greek
οπόθι — ὁπόθι και επικ. τ. ὁππόθι (Α) (ποιητ. τ.) επίρρ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) σε ποιο μέρος, πού («ὅπου, σάφα εἰπέμεν ὁππόθ ὤλωλεν», Ομ. Οδ.) 2. (αναφ.) εκεί που, όπου («ὁππόθι πιότατον πεδίον... ἔνθα... τέμενος ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό… … Dictionary of Greek