Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἰκαῖος

См. также в других словарях:

  • εικαίος — εἰκαῑος, α, ον (Α) [εικῄ] 1. μάταιος, άσκοπος 2. (για πράγμ.) κοινός, τυχαίος 3. (για πρόσ.) απερίσκεπτος, ορμητικός 4. ασήμαντος …   Dictionary of Greek

  • εἰκαῖος — without aim masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαῖον — εἰκαῖος without aim masc acc sg εἰκαῖος without aim neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαῖα — εἰκαῖος without aim neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαῖαι — εἰκαῖος without aim fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαῖοι — εἰκαῖος without aim masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαιότερον — εἰκαῑότερον , εἰκαῖος without aim adverbial comp εἰκαῑότερον , εἰκαῖος without aim masc acc comp sg εἰκαῑότερον , εἰκαῖος without aim neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαιοτάτων — εἰκαῑοτάτων , εἰκαῖος without aim fem gen superl pl εἰκαῑοτάτων , εἰκαῖος without aim masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαιοτέραις — εἰκαῑοτέραις , εἰκαῖος without aim fem dat comp pl εἰκαῑοτέρᾱͅς , εἰκαῖος without aim fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαιοτέρας — εἰκαῑοτέρᾱς , εἰκαῖος without aim fem acc comp pl εἰκαῑοτέρᾱς , εἰκαῖος without aim fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαιοτέρων — εἰκαῑοτέρων , εἰκαῖος without aim fem gen comp pl εἰκαῑοτέρων , εἰκαῖος without aim masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»