-
41 предположительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оυποθετικός, εικαστικός προκαταρκτικός. -
42 εἰκάζω
Grammatical information: v.Meaning: `picture, compare, suspect' (Ion.-Att.), on the meaning cf. Brunel Aspect verbal 71, 155, 174, 184.Derivatives: ( ἀπ-)εἰκασία `picture, comparison, suspicion' (Ion.-Att.; on the formation Schwyzer 469) with εἰκάσιμος `aestimabilis' (gloss.; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 99), ( ἀπ-)εἴκασμα `representation' (A., Pl.), ( ἀπ-, ἐπ-)εἰκασμός `supposition' (D. H., Str.); - εἰκαστής `who supposes' (Th. 1, 138; s. Fraenkel Nom. ag. 2, 73f.), `who pictures' (D. H.); εἰκαστός `comparable' (S. u. a.), εἰκαστικός `which belongs to (making) a picture (Pl. a. o).Origin: IE [Indo-European] [1129] *u̯eik- `resemble, fit'Etymology: Four-syllabic ἐϊκάσδω presupposes like synonymous Hom. (Ϝ)ε(Ϝ)ίσκω an original *ϜεϜικάζω. Both formations are new factitive presents to the perf. (Ϝ)έ-(Ϝ)οικ-α `be like, resemble', du. (Ϝ)έ-(Ϝ)ικ-τον, pret. (Ϝ)έ-(Ϝ)ικ-το (Schwyzer 735). See ἔοικα.Page in Frisk: 1,452-453Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εἰκάζω
-
43 speculative
1) εικαστικός2) θεωρητικός3) κερδοσκοπικός4) υποθετικός
См. также в других словарях:
εἰκαστικός — able to represent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικαστικός — ή, ό (AM εἰκαστικός, ή, όν) [εικαστός] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να απεικονίζει, παραστατικός 2. αυτός που έχει την ικανότητα να εικάζει 3. «εικαστικές τέχνες» αυτές που απεικονίζουν το ωραίο στον χώρο ζωγραφική, γλυπτική και αρχιτεκτονική … Dictionary of Greek
εικαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εικασία (βλ. λ.), ο παραστατικός, ο απεικονιστικός: Εικαστικές τέχνες (που απεικονίζουν το ωραίο στο χώρο: η γλυπτική, η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική). 2. ο συμπερασματικός: Εικαστικά επιρρήματα (που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰκαστικώτερον — εἰκαστικός able to represent adverbial comp εἰκαστικός able to represent masc acc comp sg εἰκαστικός able to represent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικῶν — εἰκαστικός able to represent fem gen pl εἰκαστικός able to represent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικόν — εἰκαστικός able to represent masc acc sg εἰκαστικός able to represent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικαί — εἰκαστικός able to represent fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικοί — εἰκαστικός able to represent masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικοῦ — εἰκαστικός able to represent masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικούς — εἰκαστικός able to represent masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικῆς — εἰκαστικός able to represent fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)