-
1 εικαστικός
-
2 εἰκαστικός
-
3 εἰκαστικός
II able or liable to conjecture,ψευδῶν Ph.1.160
; τὸ εἰ. the faculty of conjecturing, Luc.Alex.22. Adv. - κῶς conjecturally, Phld. Rh.2.91 S. (dub.), Procl.in Alc.p.23 C.2 τὸ εἰ. matter of conjecture, Vett.Val.312.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκαστικός
-
4 εικαστικός
1) conjectural2) speculativeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εικαστικός
-
5 εικαστικώτερον
εἰκαστικόςable to represent: adverbial compεἰκαστικόςable to represent: masc acc comp sgεἰκαστικόςable to represent: neut nom /voc /acc comp sg -
6 εἰκαστικώτερον
εἰκαστικόςable to represent: adverbial compεἰκαστικόςable to represent: masc acc comp sgεἰκαστικόςable to represent: neut nom /voc /acc comp sg -
7 εικαστικών
-
8 εἰκαστικῶν
-
9 εικαστικόν
εἰκαστικόςable to represent: masc acc sgεἰκαστικόςable to represent: neut nom /voc /acc sg -
10 εἰκαστικόν
εἰκαστικόςable to represent: masc acc sgεἰκαστικόςable to represent: neut nom /voc /acc sg -
11 εικαστική
-
12 εἰκαστικῇ
-
13 εικαστικής
-
14 εἰκαστικῆς
-
15 εικαστικαί
-
16 εἰκαστικαί
-
17 εικαστικού
-
18 εἰκαστικοῦ
-
19 εικαστικοί
-
20 εἰκαστικοί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εἰκαστικός — able to represent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικαστικός — ή, ό (AM εἰκαστικός, ή, όν) [εικαστός] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να απεικονίζει, παραστατικός 2. αυτός που έχει την ικανότητα να εικάζει 3. «εικαστικές τέχνες» αυτές που απεικονίζουν το ωραίο στον χώρο ζωγραφική, γλυπτική και αρχιτεκτονική … Dictionary of Greek
εικαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εικασία (βλ. λ.), ο παραστατικός, ο απεικονιστικός: Εικαστικές τέχνες (που απεικονίζουν το ωραίο στο χώρο: η γλυπτική, η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική). 2. ο συμπερασματικός: Εικαστικά επιρρήματα (που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰκαστικώτερον — εἰκαστικός able to represent adverbial comp εἰκαστικός able to represent masc acc comp sg εἰκαστικός able to represent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικῶν — εἰκαστικός able to represent fem gen pl εἰκαστικός able to represent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικόν — εἰκαστικός able to represent masc acc sg εἰκαστικός able to represent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικαί — εἰκαστικός able to represent fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικοί — εἰκαστικός able to represent masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικοῦ — εἰκαστικός able to represent masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικούς — εἰκαστικός able to represent masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικῆς — εἰκαστικός able to represent fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)