-
21 предположйтельный
предполож||йтельныйприл ὑποθετικός, εἰκαστικός:\предположйтельныййтельный результат τό ὑποθετικό ἀποτέλεσμα. -
22 εικαστική
-
23 εἰκαστικῇ
-
24 εικαστικής
-
25 εἰκαστικῆς
-
26 εικαστικαί
-
27 εἰκαστικαί
-
28 εικαστικού
-
29 εἰκαστικοῦ
-
30 εικαστικοί
-
31 εἰκαστικοί
-
32 εικαστικούς
-
33 εἰκαστικούς
-
34 εικαστικώς
-
35 εἰκαστικῶς
-
36 εικαστική
-
37 εἰκαστική
-
38 εικαστικήν
-
39 εἰκαστικήν
-
40 изобразительный
επ., βρ: -лен, -льна, -ноπαραστατικός, απεικονιστικός, εικονιστικός, εικαστικός γραφικός.εκφρ.- ые искусства – εικαστικές τέχνες.:
См. также в других словарях:
εἰκαστικός — able to represent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικαστικός — ή, ό (AM εἰκαστικός, ή, όν) [εικαστός] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να απεικονίζει, παραστατικός 2. αυτός που έχει την ικανότητα να εικάζει 3. «εικαστικές τέχνες» αυτές που απεικονίζουν το ωραίο στον χώρο ζωγραφική, γλυπτική και αρχιτεκτονική … Dictionary of Greek
εικαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εικασία (βλ. λ.), ο παραστατικός, ο απεικονιστικός: Εικαστικές τέχνες (που απεικονίζουν το ωραίο στο χώρο: η γλυπτική, η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική). 2. ο συμπερασματικός: Εικαστικά επιρρήματα (που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰκαστικώτερον — εἰκαστικός able to represent adverbial comp εἰκαστικός able to represent masc acc comp sg εἰκαστικός able to represent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικῶν — εἰκαστικός able to represent fem gen pl εἰκαστικός able to represent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικόν — εἰκαστικός able to represent masc acc sg εἰκαστικός able to represent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικαί — εἰκαστικός able to represent fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικοί — εἰκαστικός able to represent masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικοῦ — εἰκαστικός able to represent masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικούς — εἰκαστικός able to represent masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικῆς — εἰκαστικός able to represent fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)