-
1 κινδυνευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινδυνευτικός
-
2 παραλογιστικός
A fallacious, Arist.Rh. 1367b4 ; given to fallacious reasoning, Id.SE 172b3, Jul.Or.7.216a. Adv.- κῶς Poll.9.135
; gloss on παραβλήδην, Sch.A.R.3.107.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλογιστικός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский