-
1 θηρευτικός
A of of for hunting, κύνες θ. hounds, Ar.Pl. 157, X.Lac.6.3; βίος θ. the life of hunters, Arist.Pol. 1256b2: ἡ -κή (sc. τέχνη) hunting, the chase, Pl.Plt. 289a, cf. Sph. 223b.2 c. gen., hunting after,τῆς τροφῆς Arist.HA 488a19
: metaph.,θ. τέχνη ἀνθρώπων Pl.Euthd. 290b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρευτικός
См. также в других словарях:
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek