-
61 προβατευτικός
A of or for cattle, κύων sheep-dog, Philostr.VA6.43, Longus 3.7: ἡ π. τέχνη the art of breeding or keeping sheep, X.Oec.5.3, cf. Poll.7.184.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβατευτικός
-
62 προμηθευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμηθευτικός
-
63 προσαγορευτικός
II as Subst., -κόν, τό, present given on first meeting,οὐ δωρεάν, ἀλλὰ τῆς πρώτης ἐς ὑμᾶς ἐντεύξεως προσαγορευτικόν App.BC3.44
.2 Gramm., vocative case, Stoic.2.61.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαγορευτικός
-
64 προσεδρευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεδρευτικός
-
65 προστατευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστατευτικός
-
66 πυρευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρευτικός
-
67 πωλευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωλευτικός
-
68 σκυλακευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυλακευτικός
-
69 σκυλευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυλευτικός
-
70 στρατευτικός
A inclined to war, warlike, Alex.234 ([comp] Sup.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατευτικός
-
71 στρατοπεδευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατοπεδευτικός
-
72 συλλογευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συλλογευτικός
-
73 συμβουλευτικός
A of or for advising, hortatory, opp. βιαστικός, Pl.Lg. 921e; of oratory, deliberative, opp. δικανικός and ἐπιδεικτικός, Arist.Rh. 1358b7; ἡ -κή (sc. τέχνη) S.E.M.2.90; so τὸ -κόν and τὰ -κά, Arist.Rh. 1391b21, Plu.2.744e, Philostr.Her.19.3;τὸ σ. μέρος Phld.Rh.2.214
S., cf. Stoic.2.96. Adv.- κῶς Hermog.Stat. 1
, Poll.4.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβουλευτικός
-
74 σωρευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωρευτικός
-
75 ταμιευτικός
II at Rome, belonging to the quaestor or quaestorship, Lat. quaestorius,ἡ τ. ἐξουσία D.H.8.77
;τ. ἀρχή Supp.Epigr.7.1.3
(Susa, i A.D., Epist. Artabani), Plu.Cat.Mi.16; οἱ νόμοι οἱ τ. ibid.; ὁ τ. νόμος the law concerning the treasury, Id.Publ. 12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταμιευτικός
-
76 ταριχευτικός
A = ταριχηρός (which is v.l.), Dsc.2.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταριχευτικός
-
77 τιθασευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιθασευτικός
-
78 τολυπευτικός
A of or for accomplishing, Hsch. ([comp] Sup.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τολυπευτικός
-
79 τοξευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξευτικός
-
80 τορευτικός
A of or for metal-work, skilled therein: but Lat. toreutice, sculpture in general, Plin.HN34.54; opp. graphice (painting), ib. 35.77; cf.τορεύω 11
, and v. τορνευτικός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τορευτικός
См. также в других словарях:
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek
σκυλακευτικός — ή, όν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος «μικρός σκύλος» + κατάλ. ευτικός, πιθ. κατ επίδραση τού ρ. σκυλακεύω] … Dictionary of Greek