-
81 τῡρόεις
τῡρόεις, εσσα, εν, zsgzgn τῡροῦς, οῦσσα, οῦν, käsig, käseartig; ἄρτος, Sophr. bei Ath. III, 110 d; ὁ τυρόεις, sc. ἄρτος oder πλακοῦς, Käsebrot, Käsekuchen, τυροῦντα Hegemon bei Ath. XV, 698 e; so ist bei Theocr. 1, 58 auch zu schreiben, wenn nicht τυρόεντα dreisylbig auszusprechen od. mit Sophron. τυρῶντα, dor. für τυροῦντα zu schreiben ist.
-
82 φαιδιμόεις
φαιδιμόεις, εσσα, εν, seltnere poet. Nebenform statt φαίδιμος, Il. 13, 686 φαιδιμόεντες Ἐπειοί.
-
83 φλεγματόεις
φλεγματόεις, εσσα, εν, poet. statt φλεγματικός, Hesych.
-
84 χρῡσήεις
-
85 χαριτόεις
-
86 χιονόεις
-
87 χνοόεις
-
88 χαλβανόεις
χαλβανόεις, εσσα, εν, von oder aus χαλβάνη, davon genommen, daraus bereitet, Nic. Al. 568.
-
89 χλιόεις
-
90 χολόεις
-
91 ψωραλόεις
-
92 ψωλόεις
-
93 βρυόεις
-
94 βροτόεις
βροτόεις, εσσα, εν, blutig, blutbespritzt; Hom. ἔναρα βροτόεντα Iliad. 6, 480. 8, 534. 10, 528. 570. 15, 347. 17, 13. 540. 22, 245; βροτόεντ' ἀνδράγρια Iliad. 14, 509; – ἔναρα βροτόεντα Hesiod. Scut. 367.
-
95 μυρόεις
-
96 μυρμηκώεις
μυρμηκώεις, εσσα, εν, voll Warzen, Marcell. Sid.
-
97 μυρήεις
-
98 ξυόεις
-
99 μυδόεις
μυδόεις, εσσα, εν, = μυδαλέος, Nic. Ther. 362.
-
100 μυλόεις
μυλόεις, εσσα, εν, = Vorigem; Nic. Ther. 91 στέρνῳ μυλόεντι ϑυείης, aus einem Mühlsteine gemacht; auch λίϑος, Nonn.
См. также в других словарях:
ἕσσα — ἵζω si sd o aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψικραν(ά)εσσα — ἡ, Α επίθ. ψηλή και τραχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρανος (< *κρᾱνον, πρβλ. κρανίον) + κατάλ. όεις* / εσσα] … Dictionary of Greek
αστερόεις — εσσα, εν (AM ἀστερόεις, εσσα, εν) [αστήρ] 1. ο γεμάτος αστέρια (η αστερόεσσα η σημαία των ΗΠΑ) 2. αυτός που λάμπει σαν αστέρι … Dictionary of Greek
ζυμήεις — εσσα, εν (Α ζυμήεις, εσσα, εν) [ζύμη] αυτός που είναι παρασκευασμένος με ζύμη, ο ένζυμος («ζυμήεις ἄρτος», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
ηχήεις — εσσα, εν (Α ήχήεις, εσσα, εν) αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, ηχηρός, ηχητικός, ηχογόνος, βουερός («θάλασσά τε ήχήεσσα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αυτός που τραγουδά, που κάνει βόμβο, που θροεί 2. αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», Ομ … Dictionary of Greek
ιχθυόεις — εσσα, εν (Α ἰχθυόεις, εσσα, εν) γεμάτος ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια αρχ. 1. όμοιος με ψάρι 2. αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.) 3. φρ. α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» η θάλασσα (Ομ. Οδ.). β) «ἰχθυόεις μυχός» ο… … Dictionary of Greek
κυματόεις — εσσα, εν (Α κυματόεις) (ποιητ. τ.) κυματίας*, γεμάτος κύματα, φουρτουνιασμένος, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. όεις, πρβλ. αιματ όεις, εγκατ όεις] … Dictionary of Greek
πανωπήεις — εσσα, εν, Α ορατός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. ὠπ τού ὄπωπα (πρβλ. συνθ. σε ωψ, μύ ωψ) + κατάλ. ήεις] … Dictionary of Greek
παχνήεις — εσσα, εν, ΜΑ ο γεμάτος από πάχνη, παχνώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάχνη + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
πεδόεις — εσσα, εν, Α αυτός που κείται πάνω στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
πελιδνήεις — έσσα, εν Α (ποιητ. τ.) πελιδνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελιδνός + κατάλ. ήεις (πρβλ. αυγ ήεις)] … Dictionary of Greek