-
101 κρυόεις
-
102 κρωμᾱκόεις
κρωμᾱκόεις, εσσα, εν, felsig, rauh, Hesych. S. κλωμακόεις.
-
103 κραμβήεις
κραμβήεις, εσσα, εν, kohlartig. Nic. Al. 330.
-
104 κρομυόεις
κρομυόεις, εσσα, εν, zwiebelreich; Κρομυοῦσσα s. nom. pr.
-
105 κροκόεις
κροκόεις, εσσα, εν, saffrangelb; στολίς Eur. Phoen. 1505; κισσός Theocr. ep. 3 (IX, 3381; vgl. 1, 31; χ ιτών Phalaec. bei Ath. X, 440 d; ohne den Zusatz χιτών allein ὁ κροκόεις = ein Prachtkleid von Saffranfarbe, Ar. Th. 1044.
-
106 κυκλόεις
κυκλόεις, εσσα, εν, gerundet, kreisförmig; ϑρόνος ἀγορᾶς Soph. O. R. 161; ἴτυς Anyte 20 (VII, 232).
-
107 κωπήεις
-
108 καχρυόεις
καχρυόεις, εσσα, εν, = καγχρυόεις, der gerösteten Gerste ähnlich, Sp.
-
109 κερόεις
κερόεις, εσσα, εν, gehörnt; κερόεσσα ἔλαφος Anacr. bei Ath. IX, 396 b; zsgzgn κεροῠσσα, Soph. frg. 110. 510; ποίμνα Eur. El. 724, vgl. Phoen. 835; ϑεός, Pan, Antip. Sid. 48 ( Plan. 305); – ὄχος, ein von Hornvieh gezogener Wagen, Callim. Dian. 113; – λωτός, die mit Horn besetzte Flöte, Thyill. 7 (VII, 223).
-
110 κεράεις
κεράεις, εσσα, εν, gehörnt, Nic. Al. 135.
-
111 κισσήεις
κισσήεις, εσσα, εν, von Epheu, wie κίσσινος; Nic. Th. 510; Nonn. D. 40, 93.
-
112 κεντρήεις
κεντρήεις, εσσα, εν, stachelig, spitzig, Nic. Al. 146.
-
113 καμπυλόεις
καμπυλόεις, εσσα, εν, = καμπύλος, ἴτυς ἀγκίστρων Iul. Aeg. 6 (VI, 28).
-
114 κνισσάεις
κνισσάεις, εσσα, εν, dor. = κνισσήεις; καπνός Pind. I. 3, 84; μήλων πομπά Ol. 7, 80.
-
115 κνισσήεις
-
116 καιετάεις
καιετάεις, εσσα, εν (vgl. καιάδας, καίατα), reich an Erdschlünden; so las Zenodot. für κητώεσσα (w. m. s.), vgl. Buttm. Lexil. II p. 95. Bei Callim. frg. 224 Beiw. des Eurotas, durch καλαμινϑώδης erkl.
-
117 κακ-ανθήεις
κακ-ανθήεις, εσσα, εν, mit böser, giftiger Blüthe, ὄραμνοι Nic. Al. 420.
-
118 ζαλόεις
ζαλόεις, εσσα, εν, dasselbe, Schol. Nic. Th. 251.
-
119 καλαμόεις
-
120 γαλαξήεις
γαλαξήεις, εσσα, εν, milchweiß, Nonn. D. 22, 18.
См. также в других словарях:
ἕσσα — ἵζω si sd o aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψικραν(ά)εσσα — ἡ, Α επίθ. ψηλή και τραχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρανος (< *κρᾱνον, πρβλ. κρανίον) + κατάλ. όεις* / εσσα] … Dictionary of Greek
αστερόεις — εσσα, εν (AM ἀστερόεις, εσσα, εν) [αστήρ] 1. ο γεμάτος αστέρια (η αστερόεσσα η σημαία των ΗΠΑ) 2. αυτός που λάμπει σαν αστέρι … Dictionary of Greek
ζυμήεις — εσσα, εν (Α ζυμήεις, εσσα, εν) [ζύμη] αυτός που είναι παρασκευασμένος με ζύμη, ο ένζυμος («ζυμήεις ἄρτος», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
ηχήεις — εσσα, εν (Α ήχήεις, εσσα, εν) αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, ηχηρός, ηχητικός, ηχογόνος, βουερός («θάλασσά τε ήχήεσσα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αυτός που τραγουδά, που κάνει βόμβο, που θροεί 2. αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», Ομ … Dictionary of Greek
ιχθυόεις — εσσα, εν (Α ἰχθυόεις, εσσα, εν) γεμάτος ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια αρχ. 1. όμοιος με ψάρι 2. αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.) 3. φρ. α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» η θάλασσα (Ομ. Οδ.). β) «ἰχθυόεις μυχός» ο… … Dictionary of Greek
κυματόεις — εσσα, εν (Α κυματόεις) (ποιητ. τ.) κυματίας*, γεμάτος κύματα, φουρτουνιασμένος, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. όεις, πρβλ. αιματ όεις, εγκατ όεις] … Dictionary of Greek
πανωπήεις — εσσα, εν, Α ορατός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. ὠπ τού ὄπωπα (πρβλ. συνθ. σε ωψ, μύ ωψ) + κατάλ. ήεις] … Dictionary of Greek
παχνήεις — εσσα, εν, ΜΑ ο γεμάτος από πάχνη, παχνώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάχνη + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
πεδόεις — εσσα, εν, Α αυτός που κείται πάνω στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
πελιδνήεις — έσσα, εν Α (ποιητ. τ.) πελιδνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελιδνός + κατάλ. ήεις (πρβλ. αυγ ήεις)] … Dictionary of Greek