-
1 χιονόεις
-
2 χιονόεις
χιονόεις, εσσα, εν, schneeig -
3 χιονόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιονόεις
-
4 χιονόεσσαν
χιονόειςfem acc sg
См. также в других словарях:
χιονόεις — εσσα, εν, Α χιονώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
χιονόεσσαν — χιονόεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek