-
1 μεγαλο υργός
μεγαλο υργός, = μεγαλουργής, Plut. Caes. 58 u. a. Sp.
-
2 μεγαλο-εργής
μεγαλο-εργής, u. - εργία, s. μεγαλουργής.
-
3 μεγαλοεργης
См. также в других словарях:
μεγαλουργής — και μεγαλοεργής, ές (Α) αυτός που κάνει σπουδαία έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ουργής*] … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλοεργής — μεγαλοεργής, ές (Α) βλ. μεγαλουργής … Dictionary of Greek