Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λυκιουργής

См. также в других словарях:

  • λυκιουργής — λυκιουργής, ές (Α) βλ. λυκιοεργής …   Dictionary of Greek

  • Λυκιουργής — of Lycian workmanship masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκιουργής — Λυκιοεργής of Lycian workmanship masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκιουργεῖς — Λυκιουργής of Lycian workmanship masc/fem acc pl Λυκιουργής of Lycian workmanship masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκιοεργής — και συνηρ. τ. λυκιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος κατά τον τρόπο τών Λυκίων (α. «ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας εἶχον σμικράς, καὶ προβόλους δύο λυκιοεργέας ἕκαστος εἶχε», Ηρόδ. β. «λυκιουργεῑς φιάλαι», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκιος + εργής (< ἔργον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»