Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

επιτραπέζιος

См. также в других словарях:

  • ἐπιτραπέζιος — on masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτραπέζιος — α, ο (AM ἐπιτραπέζιος, ον) αυτός που ανήκει στο τραπέζι ή τοποθετείται πάνω στο τραπέζι (α. «επιτραπέζια σκεύη, παιχνίδια» β. «ἐπιτραπέζιος λέξις τὸ παραθεῑναι», Ευστ.) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπιτραπέζιος ο τραπεζοκόμος αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ …   Dictionary of Greek

  • επιτραπέζιος — α, ο ο τοποθετημένος στο τραπέζι ή ο προορισμένος να τοποθετείται σ αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτραπέζιον — ἐπιτραπέζιος on masc/fem acc sg ἐπιτραπέζιος on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτραπεζίοις — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτραπεζίου — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτραπεζίους — ἐπιτραπέζιος on masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτραπεζίων — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτραπεζίῳ — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτραπέζια — ἐπιτραπέζιος on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτραπέζιοι — ἐπιτραπέζιος on masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»