-
1 επιτραπέζια
-
2 ἐπιτραπέζια
-
3 λάμπα
η лампа, лампочка;ηλεκτρική (ηλεκτρονική, πετρελαίου) λάμπα — электрическая (электронная, керосиновая) лампа;
επιτραπέζια λάμπα — настольная лампа;
τό γυαλί της λάμπας — ламповое стекло
-
4 σκεύος
τό1) утварь; посуда; μαγειρικά σκεύη кухонная посуда; επιτραπέζια σκεύη столовая посуда; οικιακά σκεύη домашняя утварь; 2) перен. корпус, туловище
См. также в других словарях:
ἐπιτραπέζια — ἐπιτραπέζιος on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… … Dictionary of Greek
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… … Dictionary of Greek
μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… … Dictionary of Greek
σερβίτσιο — το, Ν 1. τα επιτραπέζια σκεύη που χρησιμοποιεί ο κάθε συνδαιτυμόνας σε γεύμα («βάλε τρία σερβίτσια σήμερα στο τραπέζι») 2. πλήρες σύνολο από επιτραπέζια σκεύη (α. «σερβίτσιο τού καφέ» β. «σερβίτσιο τού τσαγιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. servizio… … Dictionary of Greek
τάβλα — Σανίδα φαγητού κατασκευασμένη από ξύλο αρκετού πάχους. Από αυτήν προέρχονται τα λεγόμενα τραγούδια της τ. Πρόκειται για επιτραπέζια τραγούδια, που τα τραγουδούσαν στα συμπόσια, μετά από γάμους ή ονομαστικές εορτές. Τα τραγούδια αυτά δεν… … Dictionary of Greek
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης — Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Λεωφόρος Στρατού 2, Θεσσαλονίκη) άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό το 1994. Προς το παρόν είναι ανοιχτές οχτώ αίθουσες, καθεμία από τις οποίες αποτελεί μία αυτόνομη έκθεση. Αξίζει να τονιστεί ότι τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
άνδηρο — Έτσι ονομάζεται το τραπέζι στα τεκτονικά συμπόσια. Έχει σχήμα Π, με την κορυφή προς την ανατολή και τα δύο σκέλη προς τη δύση. Στο ά. τοποθετούνται, κατά τα συμπόσια, με τρόπο τελετουργικό(σε τέσσερις παράλληλες σειρές) τα επιτραπέζια σκεύη. * *… … Dictionary of Greek