-
1 ἐπι-τράπεζος
ἐπι-τράπεζος, dass., Theophr.
-
2 ἐπιτραπέζιος
ἐπι-τραπέζιος, u. ἐπι-τραπεζίδιος, u. ἐπι-τράπεζος, auf dem Tische, zum Tische gehörig
См. также в других словарях:
συντράπεζος — ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α ομοτράπεζος αρχ. φρ. «βίον ἔχω συντράπεζον» συζώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ἐπι τράπεζος] … Dictionary of Greek