-
1 επιτραπεζίω
-
2 ἐπιτραπεζίῳ
См. также в других словарях:
ἐπιτραπεζίῳ — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιτραπεζίω
2 ἐπιτραπεζίῳ
ἐπιτραπεζίῳ — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)