Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εξαπολύω

  • 1 εξαπολύω

    (αόρ. εξαπόλυσα и εξαπέλυσα) μετ.
    1) запускать (ракету и т. п.);

    εξαπολύ δορυφόρο — запускать спутник;

    2) отпускать, выпускать; отвязывать;
    3) натравливать; науськивать (на кого-л.);

    εξαπολύ τό σκύλο — спускать собаку;

    4) обрушивать (оскорбления, ругань);
    εξαπόλυσε σωρούς ύβρε.ων εναντίον μου он обрушил на меня поток оскорблений;

    § εξαπολύω πόλεμο — развязать войну;

    εξαπολύω μύδρους — метать громы и молнии;

    1) — быть запущенным (о ракете и т. п.);

    2) помчаться, полететь, пуститься со всех ног

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξαπολύω

  • 2 εξαπολύω

    launch

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εξαπολύω

  • 3 запускать

    I запускать, запустить I 1) (метнуть) ρίχνω εκτοξεύω, εξαπολύω (ракету и т. л.) \запускать спутник εκτοξεύω δορυφόρο 2) (мотор и т. п.) ξεκινώ, βάζω μπρος II запускать, запустить II (не заботиться) παραμελώ, εγκαταλείπω
    * * *
    I = запустить
    1) ( метнуть) ρίχνω; εκτοξεύω, εξαπολύω (ракету и т. п.)

    запуска́ть спу́тник — εκτοξεύω δορυφόρο

    2) (мотор и т. п.) ξεκινώ, βάζω μπρος
    II = запустить
    ( не заботиться) παραμελώ, εγκαταλείπω

    Русско-греческий словарь > запускать

  • 4 запускать

    запускать I
    несов, разг
    1. (бросать с силой) ρίχνω, ἐκοφένδονίζω, ἐκτοξεύω, ἐξαπολύω:
    \запускать камнем в окно́ ρίχνω πέτρα στό παράθυρο· \запускать спу́тник (ракету) ἐξαπολύω (или ἐκτοξεύω) δορυφόρο (πύραυλο)·
    2. (засовывать) χώνω:
    \запускать ру́ку в карман χώνω τό χέρι στήν τσέπη.
    запускать II
    несов (переставать за-ботиться) ἀμελώ, παραμελώ, παρατάω, ἐγκαταλείπω:
    \запускать хозяйство (болезнь) παραμελώ τό νοικοκυριό (τήν ἀρρώστια).

    Русско-новогреческий словарь > запускать

  • 5 война

    войн||а
    ж ὁ πόλεμος:
    гражданская \война ὁ ἐμφύλιος πόλεμος· Великая Отечественная \война ὁ Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος· национально-освободительная \война ὁ ἐθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος· партизанская \война ὁ ἀνταρτοπόλεμος· мировая \война ὁ παγκόσμιος πόλεμος· холодная \войнаό ψυχρός πόλεμος· объявить \войнау́ κηρύσσω (или κηρύχνω) τόν πόλεμο· развязать \войнау ἀρχίζω (или ἐξαπολύω) πόλεμο· во время \войнаώ τόν καιρό τοῦ πολέμου, στήν περίοδο τοῦ πολέμου.

    Русско-новогреческий словарь > война

  • 6 развязывать

    развязывать
    несов
    1. (что-л.) λύ(ν)ω, ζετυλίγω, ξεδένω:
    \развязывать ленту λύνω τήν κορδέλλα· \развязывать пакет ζετυλίγω τό δέμα·
    2. (освобождать) ἐλευθερώνω:
    \развязывать ру́ки кому́-л. прям., перен λύνω τα χέρια κάποιου· ◊ \развязывать войну́ ἐξαπολύω πόλεμο· \развязывать язык λύ(ν)ω τήν γλώσσα \развязываться
    1. λύομαι, ξεδένομαι·
    2. перен (освобождаться от кого-л., чего-л.) разг ἐλευθερώνομαι· ◊ у него язык развязался разг λύθηκε ἡ γλώσσα του.

    Русско-новогреческий словарь > развязывать

  • 7 εξαπολνώ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξαπολνώ

  • 8 μύδρος

    ο
    1) раскалённый металл; 2) кусок застывшей лавы; 3) воен, шрапнель, картечь; 4) перен. неистовство;

    εκπέμπω μύδρους — неистовствовать;

    εκτοξεύω ( — или εξαπολύω) μύδρους — выступить с яростными нападками

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μύδρος

  • 9 πόλεμος

    ο
    1) война;

    εμφύλιος πόλεμος — гражданская война;

    εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος — национально-освободительная война;

    πατριωτικός πόλεμος — отечественная война;

    αποικιακός πόλεμ — колониальная война;

    παγκόσμιος πόλεμος — мировая война;

    (θερμο)πυρηνικός πόλεμος ( — термо)ядерная война;

    ψυχρός πόλεμ — холодная война;

    ακήρυκτος πόλεμος — необъявленная война;

    εμπρηστής πολέμου поджигатель войны;

    κηρύχνω τον πόλεμο — объявить войну;

    αρχίζω ( — или εξαπολύω) πόλεμο — развязать войну;

    σε κατάστηση

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πόλεμος

  • 10 launch

    I 1. [lo:n ] verb
    1) (to make (a boat or ship) slide into the water or (a rocket) leave the ground: As soon as the alarm was sounded, the lifeboat was launched; The Russians have launched a rocket.) καθελκύω, ρίχνω στη θάλασσα, εκτοξεύω
    2) (to start (a person, project etc) off on a course: His success launched him on a brilliant career.) προωθώ, εξακοντίζω: ξεκινώ, λανσάρω
    3) (to throw.) εξαπολύω
    2. noun
    ((an) act of launching.) καθέλκυση: εκτόξευση: ξεκίνημα, λανσάρισμα
    - launch into
    - launch out
    II [lo:n ] noun
    (a large, power-driven boat, usually used for short trips or for pleasure: We cruised round the bay in a motor launch.) άκατος, πλοιάριο

    English-Greek dictionary > launch

  • 11 запускать

    [ζαπουσκάτ'] ρ. ρίχνω, εξαπολύω

    Русско-греческий новый словарь > запускать

  • 12 запускать

    [ζαπουσκάτ'] ρ ρίχνω, εξαπολύω

    Русско-эллинский словарь > запускать

  • 13 запустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εκτοξεύω, εξαπολύω• εκσφενδονίζω• εξακοντίζω•

    запустить искусственного спутника εκτοξεύω τεχνητό δορυφόρο•

    запустить камень εκσφενδονίζω πέτρα.

    2. (για μηχανή) βάζω σε κύνηση, βάζω εμπρός.
    3. βυθίζω• μπήγω• χώνω μέσα.
    4. αφήνω• απολύω•

    запустить лошадей в луг απολύω τα άλογα στο λειβάδι.

    εκφρ.
    запустить глаза, – ρίχνω τα μάτια, κοιτάζω•
    запустить руку ή лапу – απλώνω το χέρι, τους πλοκάμους (αρπάζω)•
    запустить словечко – α) πετώ μια λεξούλα, (κάνω υπαινιγμό)• β) λέγω έναν καλό λόγο (συνηγορώ)•
    запустить удочку – προσπαθώ να πληροφορηθώ (ψαρεύω).
    ρ.σ.μ.
    1. εγκαταλείπω, παραμελώ, παρατώ, αφήνω.
    2. δε δίνω την απαιτούμενη προσοχή ή σημασία•

    запустить болезнь αφήνω την αρρώστεια να χειροτερέψει•

    запустить рану αφήνω την πληγή να μεγαλώσει.

    3. σταματώ το άρμεγμα της αγελάδας πριν τη γέννα.
    4. αφήνω χέρσα τη γη.

    Большой русско-греческий словарь > запустить

  • 14 камень

    -мня, πλθ. камни
    -ей
    κ. παλ. каменья, -ьев а.
    1. πέτρα, λιθάρι., λίθος•

    вымостить улицу -ем λιθοστρώνω οδό•

    побиение -ями λιθοβολισμός.

    || πετράδι•

    драгоценный камень πολύτιμος λίθος.

    2. ταφόπετρα•

    под сим -ем лежит тело такого-то κάτω απʹ αυτή την πέτρα είναι το σώμα του τάδε.

    3. μτφ. βάρος, μεγάλη θλίψη•

    камень на сердце у меня лежит πέτρα μου πλακώνει την καρδιά (βαρυαλγώ)•

    камень свалился с груди ή спал с сердца μού φύγε ένα βάρος από μέσα (απαλλάχτηκα από βαριά θλίψη).

    4. πλθ. -и (ιατρ.) πέτρα (στα νεφρά, ουροδόχο κύστη κλπ.).
    εκφρ.
    держать - за пазухой – κρύβω πέτρα στον κόρφο (είμαι έτοιμος να βλάψω κρυφά)
    забросать ή закидать -ими α) πετροβολώ, λιθοβολώ, β) κατακρίνω δριμύτατα, εξαπολύω μύδρους•
    - ня на -не не оставить – α) δεν αφήνω πέτρα πάνω στην πέτρα (καταστρέφω ολοσχερώς), β) καταρρίπτω όλα τα επιχειρήματα• κριτικάρω αλύπητα•
    -ем падать, упастьκ.τ.τ. πέφτω σαν πέτρα (βαριά)•
    точильный камень – ακονόπετρα, ακονόλιθος•
    философский камень – φιλοσοφική λίθος.

    Большой русско-греческий словарь > камень

  • 15 лансировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ. παλ. λανσάρω, εξαπολύω, διαδίδω.

    Большой русско-греческий словарь > лансировать

  • 16 развязать

    -вяжу, -вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. λύνω, αποσυνδέω, ξεδένω•

    развязать узел λύνω τον κόμπο.

    2. μτφ. απαλλάσσω, ελευθερώνω, λυτρώνω. || μτφ. αποδεσμεύω, απελευτερώνω.
    εκφρ.
    развязать войну – εξαπολύω (ανάβω) τον πόλεμο•
    развязать руки – λύνω τα χέρια (είμαι ελεύθερος να πράξω όπως θέλω)•
    развязать язык – α) λύνω το γλωσσοδέτη, β) λύνω τη σιωπή.
    1. λύνομαι, αποσυνδέομαι, ξεδένομαι•

    у вас -лся галстук σας λύθηκε η γραβάτα•

    мешок -лся το τσουβάλι λύθηκε.

    2. μτφ. απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι• λυτρώνομαι.
    3. μτφ. ξεθαρεύω, αναθαρεύω, παίρνω θάρρος.
    εκφρ.
    язык -лся – λύθηκε ο γλωσσοδέτης• λύθηκε η σιωπή.

    Большой русско-греческий словарь > развязать

  • 17 launch

    1) εκτοξεύω
    2) εξαπολύω
    3) καθελκύω

    English-Greek new dictionary > launch

См. также в других словарях:

  • εξαπολύω — εξαπολύω, εξαπέλυσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαπολύω — και αξαπολυώ και ξαπολυώ (Μ ἐξαπολύω και [ἐ]ξαπολῶ και ἀξαπολῶ) δίνω άφεση, παρέχω ελευθερία νεοελλ. απευθύνω κάτι κακό (κυρ. βρισιές, λίβελλο κ.λπ.) εναντίον κάποιου («εξαπέλυσε λίβελλο εναντίον του») νεοελλ. μσν. 1. αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω… …   Dictionary of Greek

  • εξαπολύω — εξαπέλυσα και εξαπόλυσα, εξαπολύθηκα, εξαπολυμένος, μτβ., εξαποστέλλω βιαστικά εναντίον κάποιου, απολύω με ορμή, ξαμολώ: Εξαπολύθηκε ο πύραυλος στο διάστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντεπαφίημι — ἀντεπαφίημι (Α) εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου …   Dictionary of Greek

  • εξακοντίζω — (AM ἐξακοντίζω) [ακοντίζω] 1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω («ὁ ἥλιος ἐξακοντίζει τὶς ἀχτίδες του») 2. (για λόγια) απευθύνω με παρρησία ή με αναίδεια («εξακόντισε βαριά κατηγορία») αρχ. 1. χτυπώ από απόσταση 2. ρίχνω ακόντιο 3. φεύγω γρήγορα, με… …   Dictionary of Greek

  • εξαπολυτής — ο [εξαπολύω] (τεχν.) μηχανισμός που ελευθερώνει το κλείστρο τής φωτογραφικής μηχανής …   Dictionary of Greek

  • εξαπόλυση — η [εξαπολύω] 1. το να εξαπολύει κανείς κάποιον ή κάτι, η απόλυση, η άφεση 2. επείγουσα αποστολή («εξαπόλυση διαταγής») …   Dictionary of Greek

  • εξαπόλυτος — ἐξαπόλυτος και ἀξαπόλυτος, η, ο (Μ) [εξαπολύω] 1. (για ενέχυρο) εγκαταλελειμμένος, παρατημένος 2. ασύντακτος, διαλυμένος …   Dictionary of Greek

  • επανίημι — ἐπανίημι (Α) [ίημι] 1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.) 3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ… …   Dictionary of Greek

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • εφίημι — (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) εφίεμαι επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία μσν. αρχ. μέσ. ἐφίεμαι αποβλέπω σε κάτι αρχ. 1. στέλνω σε κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι 3. (για πράγματα και ειδ. για το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»