-
1 ακήρυκτος
-
2 ἀκήρυκτος
-
3 ακηρυκτος
21) не возвещенный глашатаем, т.е. начатый без предварительного объявления(πόλεμος Her. - ср. 2)
2) не допускающий парламентеров, т.е. непримиримый(πόλεμος Xen., Plat., Dem., Plut.; ἔχθρα Plut.)
3) не объявленный глашатаем (в качестве победителя), т.е. не стяжавший славы, безвестный(σῶμα Eur., ἀστεφἀνωτος καὴ ἀ. Aeschin.)
4) не дающий о себе знать, без вести пропавшийδέκα μῆνας ἀ. μένει Soph. — десять месяцев он отсутствует, и нет о нем вестей
-
4 ακήρυκτος
ος, ον, ακήρυχτος, η, ο необъявленный;ακήρυκτος πόλεμος — война, начатая без объявления
-
5 ακήρυκτος
[акириктос] ас. (о войне) необъявленный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακήρυκτος
-
6 ακήρυκτος
[акириктос] ас. (о войне) необъявленный. -
7 ἀκήρυκτος
ἀκήρ-υκτος, ον,A unannounced, unproclaimed, ἀ. πόλεμος sudden war, Hdt.5.81; also a war in which no herald was admitted, truceless, X.An.3.3.5, Pl.Lg. 626a, Aeschin.2.33;ἦν γὰρ ἄσπονδος καὶ ἀ. ὑμῖν πρὸς τοὺς θεατὰς πόλεμος D.18.262
;ἀ. ἔχθρα Plu. Per.30
.II not proclaimed victor by heralds, inglorious, E.Heracl.89, Aeschin.3.230.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκήρυκτος
-
8 ἀ-κήρυκτος
ἀ-κήρυκτος, 1) nicht durch einen Herold angesagt, πόλεμον ακήρυκτον ἐπέφερον Ἀϑηναίοις Her. 5, 81, sie überzogen die Athener ohne Ankündigung mit Krieg; πόλεμος ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος, ein Krieg, in dem kein Herold mit Friedensanträgen angenommen wird, unversöhnlich, Xen. Hell. 6, 4, 21; An. 3, 3, 5; Plat. Legg. I, 262 a; Dem. 18, 262; ἔχϑρα Plut. Pericl. 30; Luc. ἄσπονδα καὶ ἀκήρυκτα πάντα Pisc. 36. – 2) nicht durch einen Herold ausgerufen, gepriesen, Aesch. 3, 230 ἀστεφάνωτοι καὶ ακήρυκτοι γίγνεσϑε. Aehnlich ἀκήρυκτος μένει Soph. Tr. 45, er bleibt, ohne Nachricht von sich zu geben; σῶμα ἀκήρυκτον Eur. Heracl. 91, ungekannt, ruhmlos. Dah. Nonn. heimlich, z. B. 48, 653. – Adv. ἀκηρύκτως ἐφοίτων παρ' ἀλλήλους, ohne Herold mit einander verkehren, Thuc. 1, 146; vgl. τὸ ακ. τῆς ὁδοῦ App. Mithrid. 104.
-
9 ακηρύκτως
-
10 ἀκηρύκτως
-
11 ακήρυκτον
-
12 ἀκήρυκτον
-
13 ἀν-επι-κηρύκευτος
ἀν-επι-κηρύκευτος, VLL., = ἀκήρυκτος, ohne gütliche Unterhandlungen durch Herolde.
-
14 ἄ-σπονδος
ἄ-σπονδος ( σπονδή), ohne Opferspende, dah. ohne Bündniß od. Vertrag u. Waffenstillstand, Thuc. 3, 111. 113, Ggstz ὑπόσπονδος, u. öfter; τὸ ἄσπ., Neutralität, 1, 37; ἄρης Aesch. Ag. 1208; ϑεός Eur. Alc. 426, u. oft, bes. πόλεμος ἄσπ. καὶ ἀκήρυκτος, unversöhnlich, wo von keinem Waffenstillstand die Rede ist, z. B. Dem. 18, 232; Pol. 1, 65, 6 u. A.; ἔχϑρα Plut. Pericl. 30.
-
15 ακυρωτος
-
16 πόλεμος
ο1) война;εμφύλιος πόλεμος — гражданская война;
εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος — национально-освободительная война;
πατριωτικός πόλεμος — отечественная война;
αποικιακός πόλεμ — колониальная война;
παγκόσμιος πόλεμος — мировая война;
(θερμο)πυρηνικός πόλεμος ( — термо)ядерная война;
ψυχρός πόλεμ — холодная война;
ακήρυκτος πόλεμος — необъявленная война;
εμπρηστής πολέμου поджигатель войны;κηρύχνω τον πόλεμο — объявить войну;
αρχίζω ( — или εξαπολύω) πόλεμο — развязать войну;
σε κατάστηση -
17 ακηρύκτοιο
-
18 ἀκηρύκτοιο
-
19 ακηρύκτοις
-
20 ἀκηρύκτοις
См. также в других словарях:
ἀκήρυκτος — unannounced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακήρυκτος — και χτος, η, ο (Α ἀκήρυκτος, ον) αυτός που δεν προαναγγέλθηκε με κήρυκα, που έγινε χωρίς προειδοποίηση, ο ξαφνικός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αναγορευτεί νικητής από κήρυκες, ο άδοξος 2. αυτός, για τον οποίο δεν έφερε ο κήρυκας αγγελία, άγνωστος… … Dictionary of Greek
ἀκηρύκτως — ἀκήρυκτος unannounced adverbial ἀκήρυκτος unannounced masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκήρυκτον — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem acc sg ἀκήρυκτος unannounced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρύκτοιο — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρύκτοις — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρύκτου — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρύκτους — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρύκτων — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρύκτῳ — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκήρυκτα — ἀκήρυκτος unannounced neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)