-
1 εξαιρετικά
extremelyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εξαιρετικά
-
2 extremely
εξαιρετικά -
3 особенно
особенн||онареч1. (в особенности) ἰδιαίτερα, ιδιαιτέρως·2. (необычно) ἰδιαίτερα, ἰδιαιτέρως, ἀσυνήθιστα, ίδιαζόνιως / ἐξαιρετικά [-ῶς] (чрезвычайно):\особенно быстро ἐξαιρετικά γρήγορα· \особенно важный ἐξαιρετικά σπουδαίος· это \особенно серьезный случай αὐτό εἶναι πολύ σοβαρή περίπτωση· ◊ не \особенно разг ὄχι καί πολύ· не \особенно давно δέν πέρασε καί πολύς καιρός. -
4 исключительно
-
5 исключительно
исключительн||онареч1. ἀποκλειστι-κά [-ῶς] / μόνον, μονάχα (только)·2. (необыкновенно) ἐξαιρετικά, πάρα πολύ:\исключительно тру́дно ἐξαιρετικά δύσκολα. -
6 редкость
редкостьж1. ἡ σπανιότητα [-ης]·2. (редкая вещь) τό σπάνιο[ν] πράγμα· ◊ на \редкость ἐξαιρετικά [-ώς]· на \редкость умный человек ἐξαιρετικά ἐξυπνος ἀνθρωπος. -
7 удивительио
удивительи||о1. нареч (чрезвычайно) ἐξαιρετικά, καταπληκτικά:она были \удивительио хороша ήταν ἐξαιρετικά ὅμορφη· э́то был \удивительио несимпатичный человек ήταν φοβερά ἀντιπαθητικός ἄνθρωπος·2. предик безл εἶναι περίεργο/ εἶναι καταπληκτικό (восхитительный):это \удивительио εἶναι καταπληκτικό· мне \удивительио, что я вас вижу здесь μοῦ φαίνεται περίεργο πού σας βλέπω ἐδώ· не \удивительио что... τίποτε τό παράξενο πού... -
8 чрезвычайно
чрезвычайноἐξαιρετικά [-ώς], ἔκτα-κτα [-ως]:\чрезвычайно редко ἐξαιρετικά σπάνια -
9 исключительно
επίρ.1. εξαιρετικά, πολύ•исключительно одаренный человек εξαιρετικά προικισμένος άνθρωπος.
2. αποκλειστικά• μονάχα, μόνο.3. μέχρι, ως•читать до пятой главы - διαβάζω ως το πέμπτο κεφάλαιο.
-
10 особенно
επίρ.1. ιδιαίτερα, κατ εξοχήν, εξαιρετικά•он вас особенно почитает αυτός εσάς ιδιαίτερα σέβεται.
|| (ξε)χωριστά•жить особенно ζω ιδιαίτερα.
2. πριν απ όλα, προ παντός•сделайте то и то, но особенно не забудьте... θα κάνετε αυτό και αυτό, όμως, πριν απ όλα, μην ξεχάσετε...
εκφρ.не особенно – όχι πολύ, όχι εξαιρετικά, όχι ιδιαίτερα. -
11 что
что 1чего, чему, чем, о чём αντων.1. (ερωτηματική)• τι•что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•
что случилось? τι συνέβηκε;•
что вы сказали? τι είπατε;•
что нового? τι νέα;•
о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•
что это такое? τι ειν αυτό;•
ну что? λοιπόν τι;
2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•
я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•
я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.
3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•
то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.
4. γιατί•что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•
что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•
а что? και γιατί;
5. επίρ. πόσο, τι•стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.
|| πόσος, -η, -ο•что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•
что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).
|| όσος, -η, -ο•что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.
6. κάτι (τι), τίποτε•если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•
что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.
7. τι•что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•
что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.
8. ό,τι•всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.
|| ο οποίος, -α, -ο•старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.
εκφρ.а -? – και τι;•до чего... – α) εξαιρετικά•до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).что 2ειδ. σύνδ.1. ότι, πως•я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•
говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.
2. ότι, που•я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.
3. όπως, σαν.4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).εκφρ.только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι). -
12 важный
важныйприл1. (имеющий большое значение) σπουδαίος, σημαντικός:\важныйое открытие ἡ σπουδαία ἀνακάλυψη (или ἐφεύρεση); особо \важныйый βαρυσήμαντος, ἐξαιρετικά σπουδαίος;2. (высокопоставленный) σπουδαίος, μεγάλη προσωπικότητα:\важныйая ши́шка разг, ирон. σπουδαίο πρόσωπο, μέγας καί πολύς;3. (высокомерный) ὑπεροπτικός, ἐπαρμένος:ходить с \важныйым видом κορδώνομαι, κομπάζω, κάνω τό σπουδαίο. -
13 мнительнцостьый
мни́тельнцость||ыйприл ὑπερβολικά, ἐξαιρετικά ἐμφροντις, δύσπιστος / καχύποπτος (подозрительный). -
14 особо
особ||онареч1. (отдельно) (ξε)χωρι-στά, είδικά, ἰδιαίτερα, ἰδιαιτέρως:рассмотреть вопрос \особо ἐξετάζω τό ζήτημα ίδιαίτερα·2. (особенно) ἰδιαίτερα, ἰδιαιτέρως, ἐξαιρετικά. -
15 сугубо
сугу́б||онареч ἐντελῶς ἐξαιρετικά:это мое \сугубо ли́чное мнение αὐτή εἶναι ἡ ἐντελώς προσωπική μου γνώμη. -
16 ценить
ценитьнесов прям., перен ἐκτιμώ:\ценить по заслу́гам ἐκτιμώ κατ' ἀξίαν высоко́ \ценить ἐκτιμώ πολύ· он слишком высоко́ себя ценит ἔχει πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό του· \цениться прям., перен ἔχω μεγάλη ἀξία:\цениться на вес золота перен εἶμαι ἐξαιρετικά πολύτιμος. -
17 σπουδαίος
αία, ο[ν]1) важный, серьёзный; значительный;σπουδαία εφεύρεση — важное открытие;
σπουδαίος νέος — серьёзный юноша;
εξαιρετικά σπουδαίος — особо важный;
παίζω σπουδαίο ρόλο — играть значительную роль;
2) важный, важничающий;σπουδαίο πρόσωπο ирон. — важная шишка;
κάνω το σπουδαίο — важничать;
3) видный, выдающийся, замечательный;σπουδαίος πολιτικός — выдающийся политик;
σπουδαίος στρατηγός — видный генерал;
4) видный (о человеке);5) красивый, прекрасный;σπουδαίο υπόδημα — прекрасная обувь;
6) порядочный, честный, добродетельный;§ τό σπουδαίο είναι, ότι... — важно то, что...;
σπουδαία τα λάχανα! — подумаешь, чепуха!, не бог весть что!
-
18 awfully
adverb (very: awfully silly.) υπερβολικά, εξαιρετικά -
19 by half
(by a long way: He's too clever by half.) εξαιρετικά -
20 dead
[ded] 1. adjective1) (without life; not living: a dead body; Throw out those dead flowers.) νεκρός2) (not working and not giving any sign of being about to work: The phone/engine is dead.) εκτός λειτουργίας, `νεκρός`3) (absolute or complete: There was dead silence at his words; He came to a dead stop.) απόλυτος2. adverb(completely: dead drunk.)- deaden- deadly 3. adverb(extremely: deadly dull; deadly serious.) εξαιρετικά- dead end- dead-end
- dead heat
- dead language
- deadline
- deadlock
См. также в других словарях:
βιοηλεκτρισμός — Εξαιρετικά ασθενή ηλεκτρικά ρεύματα τα οποία παράγονται στους ιστούς των ζωντανών οργανισμών και οφείλονται σε διαφορές συγκέντρωσης ιόντων στις δύο πλευρές των κυτταρικών μεμβρανών. Η έντασή τους εξαρτάται από τη λειτουργική κατάσταση των ιστών … Dictionary of Greek
διβοράνιο — Εξαιρετικά εύφλεκτο και εκρηκτικό αέριο που ανήκει στα βοράνια και έχει τύπο Β2Η6. Το δ. έχει δυνατή, δυσάρεστη οσμή, είναι πολύ τοξικό και αναφλέγεται στη χαμηλή θερμοκρασία των 38°C. Παρασκευάζεται από την αντίδραση υδρογόνου και τριχλωριούχου… … Dictionary of Greek
διμεθυλσουλφοξείδιο — Εξαιρετικά ισχυρός διαλύτης του τύπου (CH3)2SO. Συμβολίζεται και με τη βραχυγραφία DMSO. Παρασκευάζεται με καταλυτική (ΝΟ) οξείδωση του διμεθυλσουλφιδίου ή μπορεί να συλλεχθεί και από τα απόβλητα υγρά της κατεργασίας της λιγνίνης. Είναι πολύ… … Dictionary of Greek
τριχοειδή αγγεία — Εξαιρετικά λεπτοί σωληνίσκοι που αποτελούν, σύμφωνα με τις κλασικές αντιλήψεις, τους φορείς σύνδεσης των αρτηριακών και των φλεβικών αγγείων. Στη σύγχρονη ορολογία, αντίθετα το τ.α. είναι μια λειτουργική οργανική ενότητα η οποία αποτελείται από… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek