Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εξαιρετικά

  • 1 εξαιρετικά

    extremely

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εξαιρετικά

  • 2 extremely

    εξαιρετικά

    English-Greek new dictionary > extremely

  • 3 особенно

    особенн||о
    нареч
    1. (в особенности) ἰδιαίτερα, ιδιαιτέρως·
    2. (необычно) ἰδιαίτερα, ἰδιαιτέρως, ἀσυνήθιστα, ίδιαζόνιως / ἐξαιρετικά [-ῶς] (чрезвычайно):
    \особенно быстро ἐξαιρετικά γρήγορα· \особенно важный ἐξαιρετικά σπουδαίος· это \особенно серьезный случай αὐτό εἶναι πολύ σοβαρή περίπτωση· ◊ не \особенно разг ὄχι καί πολύ· не \особенно давно δέν πέρασε καί πολύς καιρός.

    Русско-новогреческий словарь > особенно

  • 4 исключительно

    исключительно 1. частица (только) μόνο, μονάχα 2. на реч. (особенно ) εξαιρετικά
    * * *
    1. частица
    ( только) μόνο, μονάχα
    2. нареч.
    ( особенно) εξαιρετικά

    Русско-греческий словарь > исключительно

  • 5 исключительно

    исключительн||о
    нареч
    1. ἀποκλειστι-κά [-ῶς] / μόνον, μονάχα (только)·
    2. (необыкновенно) ἐξαιρετικά, πάρα πολύ:
    \исключительно тру́дно ἐξαιρετικά δύσκολα.

    Русско-новогреческий словарь > исключительно

  • 6 редкость

    редкость
    ж
    1. ἡ σπανιότητα [-ης]·
    2. (редкая вещь) τό σπάνιο[ν] πράγμα· ◊ на \редкость ἐξαιρετικά [-ώς]· на \редкость умный человек ἐξαιρετικά ἐξυπνος ἀνθρωπος.

    Русско-новогреческий словарь > редкость

  • 7 удивительио

    удивительи||о
    1. нареч (чрезвычайно) ἐξαιρετικά, καταπληκτικά:
    она были \удивительио хороша ήταν ἐξαιρετικά ὅμορφη· э́то был \удивительио несимпатичный человек ήταν φοβερά ἀντιπαθητικός ἄνθρωπος·
    2. предик безл εἶναι περίεργο/ εἶναι καταπληκτικό (восхитительный):
    это \удивительио εἶναι καταπληκτικό· мне \удивительио, что я вас вижу здесь μοῦ φαίνεται περίεργο πού σας βλέπω ἐδώ· не \удивительио что... τίποτε τό παράξενο πού...

    Русско-новогреческий словарь > удивительио

  • 8 чрезвычайно

    чрезвычайно
    ἐξαιρετικά [-ώς], ἔκτα-κτα [-ως]:
    \чрезвычайно редко ἐξαιρετικά σπάνια

    Русско-новогреческий словарь > чрезвычайно

  • 9 исключительно

    επίρ.
    1. εξαιρετικά, πολύ•

    исключительно одаренный человек εξαιρετικά προικισμένος άνθρωπος.

    2. αποκλειστικά• μονάχα, μόνο.
    3. μέχρι, ως•

    читать до пятой главы - διαβάζω ως το πέμπτο κεφάλαιο.

    Большой русско-греческий словарь > исключительно

  • 10 особенно

    επίρ.
    1. ιδιαίτερα, κατ εξοχήν, εξαιρετικά•

    он вас особенно почитает αυτός εσάς ιδιαίτερα σέβεται.

    || (ξε)χωριστά•

    жить особенно ζω ιδιαίτερα.

    2. πριν απ όλα, προ παντός•

    сделайте то и то, но особенно не забудьте... θα κάνετε αυτό και αυτό, όμως, πριν απ όλα, μην ξεχάσετε...

    εκφρ.
    не особенно – όχι πολύ, όχι εξαιρετικά, όχι ιδιαίτερα.

    Большой русско-греческий словарь > особенно

  • 11 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 12 важный

    важный
    прил
    1. (имеющий большое значение) σπουδαίος, σημαντικός:
    \важныйое открытие ἡ σπουδαία ἀνακάλυψη (или ἐφεύρεση); особо \важныйый βαρυσήμαντος, ἐξαιρετικά σπουδαίος;
    2. (высокопоставленный) σπουδαίος, μεγάλη προσωπικότητα:
    \важныйая ши́шка разг, ирон. σπουδαίο πρόσωπο, μέγας καί πολύς;
    3. (высокомерный) ὑπεροπτικός, ἐπαρμένος:
    ходить с \важныйым видом κορδώνομαι, κομπάζω, κάνω τό σπουδαίο.

    Русско-новогреческий словарь > важный

  • 13 мнительнцостьый

    мни́тельнцость||ый
    прил ὑπερβολικά, ἐξαιρετικά ἐμφροντις, δύσπιστος / καχύποπτος (подозрительный).

    Русско-новогреческий словарь > мнительнцостьый

  • 14 особо

    особ||о
    нареч
    1. (отдельно) (ξε)χωρι-στά, είδικά, ἰδιαίτερα, ἰδιαιτέρως:
    рассмотреть вопрос \особо ἐξετάζω τό ζήτημα ίδιαίτερα·
    2. (особенно) ἰδιαίτερα, ἰδιαιτέρως, ἐξαιρετικά.

    Русско-новогреческий словарь > особо

  • 15 сугубо

    сугу́б||о
    нареч ἐντελῶς ἐξαιρετικά:
    это мое \сугубо ли́чное мнение αὐτή εἶναι ἡ ἐντελώς προσωπική μου γνώμη.

    Русско-новогреческий словарь > сугубо

  • 16 ценить

    ценить
    несов прям., перен ἐκτιμώ:
    \ценить по заслу́гам ἐκτιμώ κατ' ἀξίαν высоко́ \ценить ἐκτιμώ πολύ· он слишком высоко́ себя ценит ἔχει πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό του· \цениться прям., перен ἔχω μεγάλη ἀξία:
    \цениться на вес золота перен εἶμαι ἐξαιρετικά πολύτιμος.

    Русско-новогреческий словарь > ценить

  • 17 σπουδαίος

    αία, ο[ν]
    1) важный, серьёзный; значительный;

    σπουδαία εφεύρεση — важное открытие;

    σπουδαίος νέος — серьёзный юноша;

    εξαιρετικά σπουδαίος — особо важный;

    παίζω σπουδαίο ρόλο — играть значительную роль;

    2) важный, важничающий;

    σπουδαίο πρόσωπο ирон. — важная шишка;

    κάνω το σπουδαίο — важничать;

    3) видный, выдающийся, замечательный;

    σπουδαίος πολιτικός — выдающийся политик;

    σπουδαίος στρατηγός — видный генерал;

    4) видный (о человеке);
    5) красивый, прекрасный;

    σπουδαίο υπόδημα — прекрасная обувь;

    6) порядочный, честный, добродетельный;

    § τό σπουδαίο είναι, ότι... — важно то, что...;

    σπουδαία τα λάχανα! — подумаешь, чепуха!, не бог весть что!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σπουδαίος

  • 18 awfully

    adverb (very: awfully silly.) υπερβολικά, εξαιρετικά

    English-Greek dictionary > awfully

  • 19 by half

    (by a long way: He's too clever by half.) εξαιρετικά

    English-Greek dictionary > by half

  • 20 dead

    [ded] 1. adjective
    1) (without life; not living: a dead body; Throw out those dead flowers.) νεκρός
    2) (not working and not giving any sign of being about to work: The phone/engine is dead.) εκτός λειτουργίας, `νεκρός`
    3) (absolute or complete: There was dead silence at his words; He came to a dead stop.) απόλυτος
    2. adverb
    (completely: dead drunk.)
    - deadly 3. adverb
    (extremely: deadly dull; deadly serious.) εξαιρετικά
    - dead-end
    - dead heat
    - dead language
    - deadline
    - deadlock

    English-Greek dictionary > dead

См. также в других словарях:

  • βιοηλεκτρισμός — Εξαιρετικά ασθενή ηλεκτρικά ρεύματα τα οποία παράγονται στους ιστούς των ζωντανών οργανισμών και οφείλονται σε διαφορές συγκέντρωσης ιόντων στις δύο πλευρές των κυτταρικών μεμβρανών. Η έντασή τους εξαρτάται από τη λειτουργική κατάσταση των ιστών …   Dictionary of Greek

  • διβοράνιο — Εξαιρετικά εύφλεκτο και εκρηκτικό αέριο που ανήκει στα βοράνια και έχει τύπο Β2Η6. Το δ. έχει δυνατή, δυσάρεστη οσμή, είναι πολύ τοξικό και αναφλέγεται στη χαμηλή θερμοκρασία των 38°C. Παρασκευάζεται από την αντίδραση υδρογόνου και τριχλωριούχου… …   Dictionary of Greek

  • διμεθυλσουλφοξείδιο — Εξαιρετικά ισχυρός διαλύτης του τύπου (CH3)2SO. Συμβολίζεται και με τη βραχυγραφία DMSO. Παρασκευάζεται με καταλυτική (ΝΟ) οξείδωση του διμεθυλσουλφιδίου ή μπορεί να συλλεχθεί και από τα απόβλητα υγρά της κατεργασίας της λιγνίνης. Είναι πολύ… …   Dictionary of Greek

  • τριχοειδή αγγεία — Εξαιρετικά λεπτοί σωληνίσκοι που αποτελούν, σύμφωνα με τις κλασικές αντιλήψεις, τους φορείς σύνδεσης των αρτηριακών και των φλεβικών αγγείων. Στη σύγχρονη ορολογία, αντίθετα το τ.α. είναι μια λειτουργική οργανική ενότητα η οποία αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»