Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εμφανίζομαι

  • 1 вырасти

    1. (стать выше, длиннее и т.п.) μεγαλώνω 2. (увеличиться в размерах, количестве, объёме) αναπτύσσομαι, αυξάνομαι 3. (показаться, возникнуть) εμφανίζομαι 4. (о растениях, волосах и т.п.) βγάζω, εμφανίζομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вырасти

  • 2 появляться

    1. (зрительно) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. (возникать) εμφανίζομαι 3. (случаться, происходить) εκδηλώνομαι, συμβαίνω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > появляться

  • 3 выступать

    выступать, выступить 1) (выйти вперёд) προεξέχω 2) (отправляться) αναχωρώ, ξεκινώ 3) (публично) μιλώ ( δημόσια) εμφανίζομαι, παίζω (об актёре) \выступать перед микрофоном μιλώ στο μικρόφωνο·\выступать с предложением κάνω πρόταση
    * * *
    = выступить
    1) ( выйти вперёд) προεξέχω
    2) ( отправляться) αναχωρώ, ξεκινώ
    3) ( публично) μιλώ (δημόσια); εμφανίζομαι, παίζω ( об актёре)

    выступа́ть пе́ред микрофо́ном — μιλώ στο μικρόφωνο

    выступа́ть с предложе́нием — κάνω πρόταση

    Русско-греческий словарь > выступать

  • 4 появиться

    появиться παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι
    * * *
    παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι

    Русско-греческий словарь > появиться

  • 5 явиться

    явиться 1) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι; φτάνω, έρχομαι (приходить ) 2) (оказаться ) είμαι
    * * *
    1) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι; φτάνω, έρχομαι ( приходить)
    2) ( оказаться) είμαι

    Русско-греческий словарь > явиться

  • 6 обиаруживаться

    обиару́ж||иваться
    1. (становиться видимым) φανερώνομαι, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·
    2. (проявляться-\обиаруживатьсяо способностях и т. п.) ἐκδηλώνομαι, φανερώνομαι, ἐμφανίζομαι·
    3. (отыскиваться) ἀνακαλύπτομαι, βρίσκομαι, εὐρίσκομαι / ἀποκαλύπτομαι (выясняться, раскрываться).

    Русско-новогреческий словарь > обиаруживаться

  • 7 появляться

    появ||ляться
    несов ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, ἐκδηλώνομαι:
    внезапно \появлятьсялиться παρουσιάζομαι ξαφνικά· \появлятьсяляться на поверхности βγαίνω στήν ἐπιφάνεια· ◊ \появлятьсяляться на свет ἐμφανίζομαι, γεννιέμαι, ἔρχομαι στό,φῶς.

    Русско-новогреческий словарь > появляться

  • 8 являться

    явля||ться
    несов
    1. φθάνω, Ερχομαι / ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (по приказанию):
    \являться в суд προσέρχομαι στό δικαστήριο· \являться в назначенный час παρουσιάζομαι στήν καθορισμένη ὠρα· \являться вовремя ἐρχομαι στήν (δρα μου· \являться кстати Ερχομαι στήν κατάλληλη στιγμή· \являться за чем-либо ἐρχομαι γιά κάτι· \являться в театр φτάνω στό θέατρο·
    2. (появляться, возникать) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·
    3. (оказываться, становиться) είμαι:
    \являться причиной εἶναι αἰτία (τοῦ δτι)· для меня это \являтьсяет-ся полнейшей неожиданностью αὐτό γιά μένα εἶναι ἐντελώς ἀπροσδόκητο· он \являтьсяется директором εἶναι διευθυντής· \являтьсяться авторитетом εἶμαι αὐθεντία·
    4. (быть) είμαι, γίνομαι, ἀποτελώ:
    \являться образцом ἀποτελῶ ὑπόδειγμα· этот факт \являтьсяет-ся доказательством того́, что... αὐτό τό γεγονός ἀποτελεί ἀπόδειξη τοῦ ὅτι...· \являться средством εἶναι μέσον.

    Русско-новогреческий словарь > являться

  • 9 вырасти

    -ту, -тешь, παρλθ. χρ. вырос, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выросший, ρ.σ.
    1. αναπτύσσομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω (για ανθρώπους, ζώα, φυτά).
    2. εκφύομαι, ξεφυτρώνω, εμφανίζομαι, βγαίνω (για φυτά, τρίχες). || χτίζομαι, οικοδομούμαι, ανεγείρομαι, ορθώνομαι•

    в селе -ло большое здание στο χωριό χτίστηκε μεγάλο χτίριο.

    3. προβάλλω, εμφανίζομαι, φαίνομαι, διαγράφομαι, ξεχωρίζω•

    вдали -ли очертания гор στο βάθος ξεχώρησαν τα βουνά.

    4. εξελίσσομαι, αναδείχνομαι•

    вырасти в крупногоученного εξελίσσομαι σε μεγάλο επιστήμονα.

    εκφρ.
    вырасти в глазах – έχω την εκτίμηση κάποιου, χαίρω εκτίμησης.

    Большой русско-греческий словарь > вырасти

  • 10 выступить

    -плю, -пишь, ρ.σ.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι.
    2. ξεκινώ, εκκινώ, παίρνω κατεύθυνση, αναχωρώ.
    3. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    слезы -ли на глазах δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια•

    выступить на сцене εμφανίζομαι στη σκηνή.

    4. αγορεύω, βγάζω, εκφωνώ λόγο, ομιλώ, δημηγορώ•

    выступить на собрании "ομιλώ στη συνέλευση.

    εκφρ.
    выступить в роли кого-н. – υποδύομαι το ρόλο κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > выступить

  • 11 зажечь

    -жгу, -жжешь, -жгут, παρλθ. χρ. зажег
    -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заж-женный, βρ: -жжен, жжена
    -жжено
    ρ.σ.μ.
    1. ανάβω•

    зажечь лампу ανάβω τη λάμπα•

    зажечь спичку ανάβω το σπίρτο•

    зажечь свет ανάβω το φως.

    2. μτφ. διεγείρω, τονώνω, ζωηρεύω, ζωπυρώ.
    ανάβω, καίω, φέγγω•
    || εμφανίζομαι φωτεινός. || μτφ. (για μάτια) λάμπω, α-οτράφτω. || εμφανίζομαι (για αισθήματα κλπ.).
    κυριεύομαι, κατέχομαι, ανάβω.

    Большой русско-греческий словарь > зажечь

  • 12 казаться

    кажусь, кажешься, μτχ. ενστ. кажущийся
    ρ.δ.
    1. φαίνομαι• δείχνω•

    -ется весёлым φαίνεται εύθυμος•

    это вам так -ется αυτό έτσι σας φαίνεται•

    он -ется моложе своих лет αυτός δείχνει να είναι νεότερος από τα χρόνια του•

    -ется что... φαίνεται ότι...• как -ется όπως φαίνεται.

    2. απρόσ. φαίνεται•

    мне -ется μου φαίνεται.

    облака -лось, касались вершин гор τα σύννεφα, φαινόταν, σαν να έγγιζαν στις κορυφές των βουνών.

    || νομίζω•

    -ется, я не опоздал νομίζω,πως δεν άργησα.

    3. (απλ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι.
    εκφρ.
    не казаться на глаза – να μη με δει μάτι (δεν εμφανίζομαι).

    Большой русско-греческий словарь > казаться

  • 13 набежать

    -егу, -ежишь, -егут
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, σκοντάφτω, τρακάρω, πέφτω επάνω. || καλύπτω, σκεπάζω κινούμενος•

    тучки -ли на луну συννεφάκια σκέπασαν το φεγγάρι•

    волна -ла на берег το κύμα σκέπασε την ακτή.

    || βγαίνω, εμφανίζομαι•

    -ли морщины на лоб εμφανίστηκαν ρυτίδες στο μέτωπο•

    -ли слёзы έτρεξαν (πήγαν) δάκρυα.

    2. εμφανίζομαι ξαφνικά, απότομα•

    ветер -ал ξαφνικά φύσηξε άνεμος.

    3. μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συνάζομαι, συναθροίζομαι•

    воры -ли μαζεύτηκαν κλέφτες.

    || ρέω, τρέχω, χύνομαι•

    вода -ла в яму νερό πολύ έτρεξε στο λάκκο.

    || (για χρήματα, τόκους) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, αποταμιεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > набежать

  • 14 навернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. наврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. (περί) τυλίγω.
    2. βιδώνω.
    3. εκτελώ δραστήρια, αναπτύσσω δραστηριότητα.
    1. (περι)τυλίγομαι.
    2. βιδώνομαι.
    3. (για δάκρυα) εμφανίζομαι, μου κινούν•

    у не -лись слёзы αυτής της πήγαν (κίνησαν) δάκρυα.

    4. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι τυχαία•

    случай -лся отличный παρουσιάστηκε πρώτης τάξης ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > навернуть

  • 15 оказать

    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) βλέπω. || παλ. δείχνω•

    оказать мужество δείχνω αντρεία.

    2. (με μερικά ουσ. σχηματίζει συνδυασμούς με τη σημ. του ουσ..ως ρήμα)•

    оказать влияние επιδρώ•

    оказать помощь βοηθώ•

    оказать доверие εμπιστεύομαι•

    оказать предпочтение προτιμώ•

    оказать сопротивление αντιστέκομαι•

    оказать услугу εξυπηρετώ•

    оказать неуважение δείχνω ασέβεια•

    оказать уважение σέβομαι, δείχνω σεβασμό•

    оказать внимание προσέχω•

    оказать радушный прим υποδέχομαι εγκάρδια•

    оказать давление πιέζω, ασκώ πίεση•

    оказать поддержку υποστηρίζω•

    оказать гостеприимство φιλοζενώ•

    оказать содействие συμβάλλω.

    1. παλ. εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι.
    2. βρίσκομαι, υπάρχω•

    никого не -лось дома κανένας δεν υπήρχε στο σπίτι.

    || περιπίπτω, πέφτω•

    он -лся в незнакомом месте αυτός περιέπεσε σε άγνωστο μέρος•

    он -лся в затруднении αυτός περιήλθε σε δυσχερή θέση•

    оказать в опасности βρίσκομαι σε κίνδυνο•

    оказать без работы μένω χωρίς δουλειά.

    3. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι. || δείχνομαι, φαίνομαι. || απρόσ. γίνεται γνωστό, σαφές, φανερό, φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > оказать

  • 16 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

  • 17 предстать

    -стану, -станешь, προστκ. предстань ρ.σ. παρουσιάζομαι., εμφανίζομαι μπροστά•

    предстать перед судом παρουσιάζομαι μπροστά στο δικαστήριο•

    предстать перед зрителями εμφανίζομαι μπροστά στους θεατές.

    Большой русско-греческий словарь > предстать

  • 18 свет

    -а (-у), προθτ. в -, на -у α.
    1. το φως•

    солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•

    свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•

    луч -а αχτίδα φωτός•

    свет и тьма φως και σκοτάδι•

    дневной свет το φως της μέρας•

    читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•

    зажечь свет ανάβωτο φως•

    выключить свет σβήνω το φως•

    чуть свет χαράματα, χαραυγή.

    || φέξιμο πρωινό•

    ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.

    2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).
    3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•

    свет истины το φως της αλήθειας•

    свет знания το φως της γνώσης.

    || (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•

    мой свет! το φως μου!

    εκφρ.
    свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•
    в два -аπαλ. με δυο σειρές παράθυρα•
    в -е – στο φως (α.πο άποψη)•
    показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•
    представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•
    видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•
    ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•
    чем светκ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•
    пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).
    α.
    1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•

    путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•

    части -а ο ι ήπειροι•

    страны -а οι χώρες του κόσμου.

    2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•

    всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.

    || ανώτερο κοινωνικό στρώμα•

    высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•

    большой свет η ανώτερη κοινωνία.

    εκφρ.
    Божий светβλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•
    новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•
    старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•
    тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•
    этот свет – ο επίγειος κόσμος•
    - а преставлениеβλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•
    всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•
    выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•
    извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•
    сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•
    родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•
    на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα.

    Большой русско-греческий словарь > свет

  • 19 фигурировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ. φιγουράρω, παίρνω μέρος, εμφανίζομαι, κάνω εμφάνιση, παρίσταμαι•

    фигурировать на суде в качестве свидетеля εμφανίζομαι στο δικαστήριο σαν μάρτυρας.

    Большой русско-греческий словарь > фигурировать

  • 20 явить

    явлю, явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. явленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) εμφανίζω, δείχνω, αποκαλύπτω•

    он -ил собой пример беспристрастия αυτός έδειξε παράδειγμα αμεροληψίας.

    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι, προσέρχομαι•

    он не -лся в суд αυτός δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο•

    вовремя явить на заседание έρχομαι έγκαιρα στη συνεδρίαση•

    явить в назначенный час παρουσιάζομαι στην καθορισμένη ώρα.

    2. γεννιέμαι, βλέπω το φως της μέρας, έρχομαι στον κόσμο.
    3. γίνομαι αιτία•

    простуда -лась причиной болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστιας.

    || είμαι, υπάρχω. || μτφ. εμφανίζομαι, έρχομαι•

    у меня -лась мысль μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•

    -лись сомнения άρχισαν οι αμφιβολίες•

    ей -лась радость της ήρθε χαρά. (αυτή χάρηκε)•

    -лась возможность παρουσιάστηκε η δυνατότητα.

    Большой русско-греческий словарь > явить

См. также в других словарях:

  • εμφανίζομαι — εμφανίζομαι, εμφανίστηκα, εμφανισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐμφανίζομαι — ἐμφανίζω show forth pres ind mp 1st sg ἐμφανίζω show forth pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισέρχομαι — (AM εἰσέρχομαι) 1. έρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάποιον χώρο («εισέρχομαι στον ναό ή στην πόλη») 2. γίνομαι δεκτός, εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («εισέρχομαι στην ανδρική ηλικία», «εισήλθε στο πανεπιστήμιο») μσν. νεοελλ. (για χρόνο) μπαίνω νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • εμφαίνω — (AM ἐμφαίνω) 1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου») 2. απρόσ. εμφαίνεται φαίνεται, είναι φανερό μσν. 1. (για φως) εκπέμπω 2. σχηματίζω 3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι 4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • επανθώ — (Α ἐπανθῶ, έω) (για ιδιότητα) εμφανίζομαι στην επιφάνεια τού σώματος (ιδίως τού προσώπου) («σεμνή ομορφιά επανθεί στο πρόσωπο τής κόρης» «ἐμοί... ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος», Θεόκρ.) αρχ. 1. ανθώ 2. (για καθετί που εμφανίζεται πάνω σε κάτι σαν άνθος… …   Dictionary of Greek

  • επιφαίνω — ἐπιφαίνω (AM) [φαίνω] παθ. ἐπιφαίνομαι εμφανίζομαι απροσδόκητα, προβάλλω, ξεφυτρώνω (α. «χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ. β. «ὅτι σφι μούνοισι ἔωθε ὁ Περσεὺς ἐπιφαίνεσθαι», Ηρόδ. γ. «ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῡ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῡ» …   Dictionary of Greek

  • εποπτάνομαι — ἐποπτάνομαι (AM) φαίνομαι, εμφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτάνομαι «εμφανίζομαι» (< οπ τός) από τη ρ. οπ (πρβλ. όπωπα «βλέπω»] …   Dictionary of Greek

  • προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν …   Dictionary of Greek

  • προεπιφαίνομαι — ΜΑ εμφανίζομαι πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιφαίνομαι «εμφανίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»