-
1 выступать
выступать, выступить 1) (выйти вперёд) προεξέχω 2) (отправляться) αναχωρώ, ξεκινώ 3) (публично) μιλώ ( δημόσια) εμφανίζομαι, παίζω (об актёре) \выступать перед микрофоном μιλώ στο μικρόφωνο·\выступать с предложением κάνω πρόταση* * *= выступить1) ( выйти вперёд) προεξέχω2) ( отправляться) αναχωρώ, ξεκινώвыступа́ть пе́ред микрофо́ном — μιλώ στο μικρόφωνο
выступа́ть с предложе́нием — κάνω πρόταση
-
2 выпирать
выпиратьнесов1. (выдавливать, выталкивать) разг σπρώχνω/ βγάζω σπρώχνοντας (дно, крышку и т. п.)·2. (выдаваться) προεξέχω·3. перен προεξέχω ὑπερβολικά, χτυπῶ στά μάτια. -
3 выпирать
(выдаваться) προεξέχω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выпирать
-
4 выдаваться
выдавать||ся1. (выступать) προεξέχω, προβάλλω, φαίνομαι/ ἐξέχω (торчать)·2. (выделяться) διακρίνομαι, εἶμαι περίβλεπτος·3. (случаться) παρουσιάζομαι:выдался слу́чай ήρθε περίσταση, βρέθηκε εὐκαιρία· сегодня выдался хороший день βγήκε καλή μέρα. -
5 выдать
-дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, προστκ. выдай, ρ.σ.μ.1. δίνω•выдать деньги δίνω χρήματα•
выдать аванс, удостоверение δίνω προκαταβολή, πιστοποιητικό.
|| παραδίνω•выдать преступника παραδίνω τον εγκληματία.
|| παντρεύω•ее -ли за богатого человека την πάντρεψαν με (σε) πλούσιο,
2. αποκαλύπτω, φανερώνω• προδίνω.3. καμώνομαι, προσποιούμαι•выдать себя за ученого κάνω τον επιστήμονα.
4. εξάγω, βγάζω•выдать нефт сверх плана δίνω πετρέλαιο πάνω από το πλάνο.
5. (παλ.) εκδίδω (βιβλίο, έργο).(με την αντων. себя) προδίνω τον εαυτό μου•выдать себя προδίνομαι μόνος μου.
|| παρουσιάζω•выдать черное за бе-лсю παρουσιάζω το μαύρο για άσπρο.
εκφρ.не выдай – μη με φέρεις σε δύσκολη θέση.1. εξέχω, προεξέχω, προέχω, ξεπέχω.2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.3. εξευρίσκομαι, βρίσκομαι, συμβαίνω, συμπίπτω•-лось несколько часов свободного времени βρέθηκαν μερικές ώρες ελεύθερες•
как только -лся случай μόλις δόθηκε η ευκαιρία.
εκφρ.выдать в кого – μοιάζω του•характер -лся в деда – ο χαρακτήρας έμοιασε τού παππού. -
6 вылезти
κ. вылезть, -езу, -езешь, παρλθ. χρ. вылез, -ла, -ло, προστκ. вылези, κ. вылезь, ρ.σ.1. βγαίνω με δυσκολία ή έρποντας, σκαρφαλώνοντας•вылезти из ямы σκαρφαλώνοντας βγαίνω από το λάκκο•
вылезти из автобуса με δυσκολία βγαίνω από το λεωφορείο (λόγω συνωστισμού).
|| μτφ. απαλλάσομαι, γλυτώνω, λυτρώνομαι•из нуады βγαίνω από τη φτώχεια (ένδεια).
2. εξέχω, προεξέχω, φαίνομαι, προβάλλω.3. μαδώ, μαδίζομαι, πέφτω•после тифа -ли волосы μετά από τον τύφο έπεσαν τα μαλλιά.
-
7 выступать
ρ.δ.1. βλ. выступить.2. εξέχω, προεξέχω, προέχω, προεκβάλλω, ξέχω, ξεπέχω.3. βαδίζω με αξιοπρέπεια, σοβαρότητα.
См. также в других словарях:
προεξέχω — βλ. πίν. 154 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προεξέχω — ΝΜΑ [ἐξέχω] εξέχω προς τα εμπρός, προέχω (α. «η στέγη δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά τής βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον μέρος καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ. γ. «τὸ τοῡ αἰγιαλοῡ προεξέχον», Αγαθ.) αρχ. υπερέχω, διακρίνομαι … Dictionary of Greek
προεξέχω — προεξείχα (μόνο στον ενεστ. και τον πρτ.), εξέχω προς τα εμπρός: Οι σκόπελοι είναι βράχοι που προεξέχουν από την επιφάνεια της θάλασσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προέκκειμαι — ΜΑ 1. προεκτείνομαι, προεξέχω 2. (ως παθ. τού προεκτίθημι*) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.) β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.) γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι 4. φρ … Dictionary of Greek
υπερέκκειμαι — Α πιθ. βρίσκομαι πιο πάνω από τους άλλους, προεξέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἔκκειμαι «βρίσκομαι έξω, προβάλλω, προεξέχω»] … Dictionary of Greek
έκκειμαι — (AM ἔκκειμαι) Ι. είμαι ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το πινάκιον») αρχ. μσν. πέφτω έξω, βρίσκομαι έξω αρχ. 1. επιδεικνύω 2. προβάλλω, φαίνομαι έξω από κάτι 3. (για μέλη τού σώματος) είμαι ακάλυπτος, γυμνός 4. είμαι… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ανέχω — ἀνέχω (AM) [ανέχομαι (AM ἀνέχομαι)] Ι. ενεργ. υποβαστάζω, συγκρατώ αρχ. 1. σηκώνω, ανασηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά 2. υποστηρίζω, διατηρώ, συντηρώ 3. αναχαιτίζω, ανακόπτω 4. ανεβαίνω, αναδύομαι, εμφανίζομαι 5. (για γεγονότα) συμβαίνω 6. βγάζω βλαστούς … Dictionary of Greek
βλύζω — (AM) (για υγρά) 1. αναβλύζω, αναπηδώ 2. αναδίδω, βγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. gάlati «στάζω, σταλάζω», αρχ. άνω γερμ. quellan *αναβλύζω, πηγάζω, προεξέχω» και σχηματίζεται κατά τα φλύζω, κλύζω] … Dictionary of Greek
εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek