Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δημόσια

См. также в других словарях:

  • δημοσία — δημοσίᾱ , δημόσιος belonging to the people fem nom/voc/acc dual δημοσίᾱ , δημόσιος belonging to the people fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοσίᾳ — δημοσίᾱͅ , δημόσιος belonging to the people fem dat sg (attic doric aeolic) δημοσίᾳ indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοσιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασκληπιείου. * * * η ο δημόσιος αυτοκινητόδρομος σε αγροτική περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. δημοσία < (αρχ. επίθ.) δημοσία… …   Dictionary of Greek

  • δημοσιά — η δημόσιος, φαρδύς δρόμος που διασχίζει την ύπαιθρο: Κάθε απόγευμα, η δημοσιά γεμίζει από τα κοπάδια που επιστρέφουν στο χωριό μετά τη βοσκή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημόσια αρχή — Κάθε δημόσια λειτουργία του κράτους, προορισμένη, σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους, να εκπληρώνει τους σκοπούς της πολιτείας άμεσα ή έμμεσα και να εκτελεί το έργο της διοίκησης. Μπορεί να αποτελείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Η δ.α.… …   Dictionary of Greek

  • δημόσια υπηρεσία — Η οργανωμένη επιχείρηση που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση εκείνων που κυβερνούν, για την εξυπηρέτηση του κοινού. Κατά μία εκδοχή το κράτος αποτελεί ομάδα δ.υ. που συνεργάζονται μεταξύ τους και οι οποίες έχουν οργανωθεί και ελέγχονται κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • δημόσια επιχείρηση — Με την ευρεία έννοια ο όρος αναφέρεται σε κάθε επιχείρηση, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή, της οποίας φορέας από οικονομική άποψη είναι το κράτος ή άλλος οργανισμός δημοσίου δικαίου. Με την έννοια αυτή, δ.ε. θεωρούνται όχι μόνο οι δημόσιες… …   Dictionary of Greek

  • Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού — (ΔΕΗ). Βλ. λ. ηλεκτρισμός. Tο 1950 δημιουργήθηκε μία από τις σημαντικότερες δημόσιες επιχειρήσεις της χώρας μας, η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ)· στη φωτογραφία, ο υδροηλεκτρικός σταθμός του Λούρου την εποχή έναρξης της λειτουργίας του, το …   Dictionary of Greek

  • δημόσια πίστη — Η εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημόσια εξουσία και στα πολιτειακά όργανα. Η διατάραξη ή ο κλονισμός αυτής της πίστης αποτελεί σοβαρό ποινικό αδίκημα, όταν γίνεται με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων ή με φήμες που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες… …   Dictionary of Greek

  • δημόσια συνάθροιση — Η συγκέντρωση ενός αριθμού προσώπων για την υποστήριξη μιας άποψης και την επιτυχία ενός σκοπού, συνήθως πολιτικού ή συνδικαλιστικού χαρακτήρα, χωρίς να αποκλείεται και ο πολιτιστικός ή και εθνικός. Για την επιτυχία της δ.σ. πρέπει να υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • δημοσία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασκληπιείου. * * * βλ. δημόσιος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»