-
1 κῶλος
-
2 κώλος
ο1) задница; 2) задняя часть (чего-л.); 3) дно, днище; низ, нижняя часть (чего-л.); 4) ушко (иголки);§ είναι κώλος και βρακί — быть неразлучными друзьями;
πάω -
3 Κώλος και βρακί
Γύρισε ( κύλησε) ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι– ( Είναι) κώλος και βρακί– Είναι νύχι και κρέας• Два сапога пара• Водой не разольешь• Один другого стоитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κώλος και βρακί
-
4 κώλος
[колос] ουσ. а. задΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κώλος
-
5 κώλος
[колос] ουσ α зад. -
6 πολύ-κωλος
πολύ-κωλος, vielgliederig, Dem. Phal. 252.
-
7 σύγ-κωλος
σύγ-κωλος, mit verbundenen, zusammensitzenden Gliedern, dicht an einander, Xen. Cyn. 5, 30.
-
8 τρί-κωλος
τρί-κωλος, dreigliederig, τὸ τρίκωλον, ein dreigliederiger Redesatz, D. Hal. C. V. p. 108.
-
9 τετρά-κωλος
τετρά-κωλος, viergliederig, vierfüßig, Sp.
-
10 φθινό-κωλος
φθινό-κωλος, mit schwindenden Gliedern, Maneth. 4, 500.
-
11 βραχύ-κωλος
βραχύ-κωλος, mit kurzen Gliedern, Schenkeln, σφενδόνη Strab. 3, 5, 1; von der Rede, Gramm.
-
12 εἰκοσά-κωλος
εἰκοσά-κωλος, zwanziggliedrig, Schol. Ar. Nubb. 1153.
-
13 δω-δεκά-κωλος
δω-δεκά-κωλος, zwölsgliedrig, zwölfzeilig, Schol. Ar. Equ. 820.
-
14 μεγαλό-κωλος
μεγαλό-κωλος, mit großen Gliedern, auch von einem Satze.
-
15 μακρό-κωλος
μακρό-κωλος, mit langen Gliedern, bes. von einem Satze, Arist. rhet. 3, 9; von einer Schleuder, Strab. 3, 5, 1.
-
16 δεκά-κωλος
δεκά-κωλος, mit zehn Gliedern.
-
17 δί-κωλος
-
18 μονό-κωλος
μονό-κωλος, eingliederig, Pflanzen von einem Schuß, Theophr.; übertr. von der Rede, περίοδος, ein aus einem Gliede bestehender Satz, Rhett.; λόγος, Plut. de educ. lib. 9. Auch = von einer Art, einseitig, φύσις, Arist. pol. 7, 7. – Bei Her. 1, 179 ist μουνόκωλον οἴκημα ein aus einer Abtheilung od. einem Stockwerke bestehendes Gebäude.
-
19 αὐτό-κωλος
αὐτό-κωλος ( κῶλον), von einem affenartig gestalteten Weibe, dessen Schenkel nichts als Haut u. Knochen sind, Simonid. mul. 76, conj. αὐόκωλος.
-
20 αὐό-κωλος
См. также в других словарях:
κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… … Dictionary of Greek
κώλος — ο 1. τα οπίσθια, τα πισινά, το κατώτερο άκρο του εντερικού σωλήνα. 2. το μέρος των ρούχων που αντιστοιχεί στα πισινά: Τρύπησε ο κώλος του παντελονιού μου. 3. ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.ά., πάτος: Άνοιξε ο κώλος του κοφινιού. 4. η φράση «είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωλώνω — [κώλος] 1. πάω προς τα πίσω με τα νώτα, οπισθοχωρώ («το πλοίο κώλωσε» το πλοίο ανέκρουσε πρύμνη) 2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω πριν φτάσω στον προορισμό μου 3. κάνω κάποιον να γυρίσει πίσω 4. σταματώ μόλις συναντήσω ένα εμπόδιο ή μια δυσκολία ή… … Dictionary of Greek
κατάκωλος — ο 1. αυτός που βρίσκεται στο εσώτατο σημείο 2. το ουδ. ως ουσ. το κατάκωλο α) το εσώτατο σημείο β) μυχός κόλπου. επίρρ... κατάκωλα 1. στο εσώτατο σημείο 2. στον μυχό κόλπου ή λιμανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κωλος (< κῶλον «έντερο»), πρβλ.… … Dictionary of Greek
μακρόκωλος — μακρόκωλος, ον (AM) μσν. αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.) αρχ. 1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες 2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από… … Dictionary of Greek
μαλλιαρόκωλος — η, ο 1. αυτός που έχει μαλλιαρό πρωκτό, δασύπρωκτος 2. (το αρσ. στην κλητ.) μαλλιαρόκωλε σκωπτική προσφώνηση για νεαρό που έχει περάσει πλέον την παιδική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλιαρός + κώλος (πρβλ. χαμηλό κωλος)] … Dictionary of Greek
μεγαλόκωλος — μεγαλόκωλος, ον (Α) (για ακρίδα) αυτός που έχει μεγάλα σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κωλος (< κῶλον), πρβλ. μονό κωλος] … Dictionary of Greek
μελανόκωλος — μελανόκωλος, ον (ΑM) αυτός που έχει μαύρα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κῶλον (πρβλ. αγκυλό κωλος, ορθό κωλος)] … Dictionary of Greek
ονόκωλος — ὀνόκωλος, ον, θηλ. και ὀνοκώλη (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις) (ως προσωνυμία τού φαντάσματος τής Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κωλος (< κῶλον), πρβλ. αγκυλό κωλος] … Dictionary of Greek
ορθόκωλος — ὀρθόκωλος, ον (Α) αυτός που έχει άκαμπτα, τεντωμένα σκέλη, ορθόκυλλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κωλος (< κῶλον «σκέλος»), πρβλ. μακρό κωλος] … Dictionary of Greek
Иллирийский язык — Страны: юг Австрии, запад Венгрии, Словения, Хорватия, Босния и Герцеговина, Черногория, Сербия, Албания … Википедия