-
1 μονό-κωλος
μονό-κωλος, eingliederig, Pflanzen von einem Schuß, Theophr.; übertr. von der Rede, περίοδος, ein aus einem Gliede bestehender Satz, Rhett.; λόγος, Plut. de educ. lib. 9. Auch = von einer Art, einseitig, φύσις, Arist. pol. 7, 7. – Bei Her. 1, 179 ist μουνόκωλον οἴκημα ein aus einer Abtheilung od. einem Stockwerke bestehendes Gebäude.
-
2 μονόκωλος
4 Subst., a bandage, for one limb, Sor.Fasc.57.5 of periods, consisting of one clause, Arist.Rh. 1409b17; alsoλόγος μ. Plu.2.7b
, D.H.Dem.42;ὑπόθεσις Id.Th.6
.6 generally, of one kind, one-sided, ἔχει τὴν φύσιν μ., of nations, Arist.Pol. 1327b35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόκωλος
-
3 μονόκωλος
μονό-κωλος, eingliederig, Pflanzen von einem Schuß; übertr. von der Rede, περίοδος, ein aus einem Gliede bestehender Satz; von einer Art, einseitig; μουνόκωλον οἴκημα ein aus einer Abteilung od. einem Stockwerke bestehendes Gebäude -
4 μονοκωλος
См. также в других словарях:
μακρόκωλος — μακρόκωλος, ον (AM) μσν. αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.) αρχ. 1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες 2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από… … Dictionary of Greek
μεγαλόκωλος — μεγαλόκωλος, ον (Α) (για ακρίδα) αυτός που έχει μεγάλα σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κωλος (< κῶλον), πρβλ. μονό κωλος] … Dictionary of Greek
μονόκωλος — μονόκωλος, ιων. τ. μουνόκωλος, ον (Α) 1. (για χορευτή) αυτός που χορεύει με το ένα πόδι 2. (για φυτό) αυτός που αποτελείται από έναν βλαστό 3. (για οικοδόμημα) αυτό που αποτελείται από έναν όροφο 4. (για περίοδο) αυτός που αποτελείται από ένα… … Dictionary of Greek