Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δῐχ-άω

См. также в других словарях:

  • διχ' — διχά , διχάς the half fem voc sg διχά̱ , διχή bisection fem nom/voc/acc dual διχά̱ , διχή bisection fem nom/voc sg (doric aeolic) διχαί , διχή bisection fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίχ' — Δίκαι , Δίκη custom fem nom/voc pl Δίκᾱͅ , Δίκη custom fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίχ' — δίκαι , δίκη custom fem nom/voc pl δίκᾱͅ , δίκη custom fem dat sg (doric aeolic) δίχα , δίχα in two indeclform (adverb) δίκε , δικεῖν throw aor imperat act 2nd sg δίκε , δικεῖν throw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διττός — και δισσός, ή, ό (AM διττός και δισσός, ή, όν) 1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη 2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές 3. διφορούμενος, ασαφής αρχ. 1. στον πληθ. δύο 2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις… …   Dictionary of Greek

  • πλευροκοπώ — άω / πλευροκοπῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. επιτίθεμαι από τα πλευρά σε στρατιωτικό τμήμα ή σε οχυρωμένη θέση, προσβάλλω τα πλευρά στρατιωτικού σχηματισμού τού εχθρού αρχ. χτυπώ κάποιον στα πλευρά («πλευροκοπῶν δίχ ἀνερρήγνυ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τηλού — και τῆλυ και αιολ. τ. πήλοι και πήλυι Α επίρρ. 1. μακριά, σε μακρινό τόπο, στα ξένα («τηλοῡ ἐπ Ἀλφειῷ», Ομ. Ιλ.) 2. χρον. από πολύ παλιά («οὐ γάρ σε... ἀρχεύοντα νέον γεινώσκομεν ἀλλ ἔτι τηλοῡ», Επίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ οῦ (πρβλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»