Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δισσαχοῦ

См. также в других словарях:

  • δισσαχή — δισσαχῇ και δισσαχοῡ και διτταχοῡ (Α) [δισσός] επίρρ. σε δύο μέρη, σε δύο τμήματα …   Dictionary of Greek

  • διττός — και δισσός, ή, ό (AM διττός και δισσός, ή, όν) 1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη 2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές 3. διφορούμενος, ασαφής αρχ. 1. στον πληθ. δύο 2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»