Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δόν

См. также в других словарях:

  • Δον Ζουάν — Λογοτεχνικός ήρωας. Στην ερωτική μυθολογία της Δύσης ο Δ.Ζ. εγγράφεται ως μια προνομιακή μορφή, της οποίας οι μεταμορφώσεις είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για την εικόνα που κάθε ιστορική εποχή σχηματίζει για τον έρωτα. Ο Δ.Ζ., αντίθετα με τον… …   Dictionary of Greek

  • Δον Κιχώτης — Λογοτεχνικός ήρωας, κεντρικό πρόσωπο του περίφημου ομώνυμου μυθιστορήματος του Ισπανού μυθιστοριογράφου Μιγκέλ ντε Θερβάντες. Ο Δ.Κ. –όσο λίγοι άλλοι ήρωες της τέχνης– έγινε σύμβολο μιας ορισμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς, ένας μύθος που πέρασε… …   Dictionary of Greek

  • δον — Ονομασία ποταμών της Ευρώπης. Βλ. λ. Ντον. * * * και δομ (θηλ. δόνα) 1. τιμητικός τίτλος που αρχικά αποδιδόταν σε πάπες και αργότερα στους κληρικούς ή μοναχούς τής καθολικής Εκκλησίας 2. τίτλος ηγεμόνων και αριστοκρατών που αργότερα καθιερώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • δόν — δίδωμι Aër. aor part act neut nom/voc/acc sg (epic) δίδωμι Aër. aor part act neut nom/voc/acc sg δίδωμι Aër. aor ind act 3rd pl (epic) δίδωμι Aër. aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χουάν της Αυστρίας, δον- — (Don Juan de Austria, Ρατισμπόνα 1545 – Ναμούρ 1578). Διάσημος Ισπανός πρίγκιπας και στρατιωτικός, νόθος γιος του αυτοκράτορα Καρόλου E’ (Καρόλου A’ της Ισπανίας) και ετεροθαλής αδελφός του βασιλιά Φιλίππου B’ της Ισπανίας. Μεγάλωσε κρυφά, ως… …   Dictionary of Greek

  • Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Κάρλος, Δον — (DonCarlos, 1545 – 1568). Ινφάντης (δευτερότοκος γιος του βασιλιά) της Ισπανίας. Ήταν γιος του βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππου Β’ και της πρώτης συζύγου του Μαρίας της Πορτογαλίας. Αν και φιλάσθενος, ο Κ. ήταν αυταρχικός και στυγνός και… …   Dictionary of Greek

  • Χουάν - Χοσέ της Αυστρίας, δον- — (Don Juan Josι de Austria, Μαδρίτη 1629 – 1679). Ισπανός πρίγκιπας, πολιτικός και στρατιωτικός, νόθος γιος του Φιλίππου Δ’ της Ισπανίας, άσχετος προς τον νικητή της Ναυπάκτου, αλλά αποκαλούνταν (για τις επιτυχίες του σε πολεμικά μέτωπα της… …   Dictionary of Greek

  • Πάου, δον Πέτρος ντε- — (Pau). Ισπανός ευγενής. Όταν ο Νέριος Ατζαγιόλι κατέλαβε την Αθήνα (1835), ο Π., πολιορκημένος στην Ακρόπολη, αντιστάθηκε με πείσμα επί δύο ολόκληρα χρόνια …   Dictionary of Greek

  • Χουάν Μανουέλ, δον- — (Juan Manuel). Ισπανός συγγραφέας, που έζησε μεταξύ του 1282 και του 1348. Στα έργα του συνεχίζει τη διδακτική παράδοση, που είχε εγκαινιάσει ο θείος του Αλφόνσος 10ος, και συγχρόνως καθιέρωσε στην Ιβηρική Χερσόνησο και τη διηγηματογραφία με… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»