-
81 φαλαγγηδον
adv. фалангами, колоннами, в сомкнутом строю(προχέεσθαι Hom.; στρέφεσθαι Polyb.; μάχεσθαι Plut.)
-
82 φορηδον
adv. (= φοράδην См. φοραδην) неся на рукахφ. μετακομίζειν τινά Luc. — переносить кого-л.
-
83 φορμηδον
-
84 χανδον
adv. [χαίνω] широко разевая рот, т.е. жадно(οἶνον ἑλεῖν Hom.; πίεσθαι Luc.)
χ. ἐμπίπλασθαι τῶν εὐχῶν Luc. — орать во все горло молитвы -
85 βρίσκω
(αόρ. (ε)βρήκα, υποτ. να βρω, παθ. αορ. (ε)βρέθηκα) ματ.1) прям., перен. находить, отыскивать; обнаруживать; обретать (книжн.);βρίσκ τό χαμένο — находить потерянное;
βρίσκω σωστή λύση — находить правильное решение;
βρίσκω δικαιολογία — находить оправдание;
βρίσκω υποστήριξη (παρηγοριά) σε κάτι — находить поддержку (утешение) в чём-л.;
βρίσκω την ησυχία μου — обретать покой:
δεν βρίσκω ησυχία — не находить себе места;
βρίσκω τίς βολές μου — найти своё призвание, обрести себя;
βρήκες την ώρα (или την περίσταση)! ирон. нашёл время!;βρίσκω πρόφαση — находить предлог;
δον βρίσκω λόγους να... — не находить слов, чтобы...;
βρίσκαφορμή να... — находить повод для...;
2) случайно встречать, обнаруживать (тж. перен.); заставать;καλά πού σε βρήκα хорошо, что ты мне встретился; 3) попасть (в цель и т. п.); угодить (об ударе и т. п.);βρίσκω τό σημάδι — попасть в цель;
τον βρήκε η σφαίρα στο μέτωπο пуля угодила ему в лоб;μας βρήκε μεγάλο κακό перен. нас постигло большое несчастье; 4) натыкаться; наталкиваться (тж. перен.);βρίσκ ρόζο — натыкаться на сук;
κάπου βρίσκει το καρφί και δεν πάει μέσα — гвоздь наткнулся на что-то и не идёт дальше;
τα βρίσκω σκούρα ( — или μπαστούνια) — столкнуться с трудностями; — попасть в затруднительное, скверное положение;
βρίσκω τό μπελά μου ( — или τό διά(β)ολό μου) — иметь неприятности с кем-л.;
έχω βρει το μπελά μου μαζύ του у меня с ним одни неприятности; мне с ним просто беда;5) находить, считать, полагать;πώς τον βρίσκεις αυτόν τον άνθρωπο; — что ты думаешь об этом человеке?;
βρίσκω όμορφο κάποιον — находить красивым кого-л.;
τον νόμιζα ειλικρινή και τον βρήκα ψεύτη я считал его искренним человеком, а он оказался лжецом;δεν το βρίσκω σωστό αυτό — я думаю, что это неправильно;
6) угадывать, отгадывать, догадываться; понимать;βρίσκω τό αίνιγμα — отгадать загадку;
δεν μπορώ να βρώ ποιός μού κλέβει τα βιβλία не могу помять, кто ворует у меня книги;7) получать в наследство, наследовать; 8) доставать, добывать; 9) находить, подыскивать, подбирать, покупать; του βρήκαν παλτό πού τού άρεσε ему подобрали пальто по его вкусу; § καλώς σας βρήκα рад вас видеть; очень приятно побывать у вас (ответное приветствие); βρήκε ο κόμπος το χτένι (или τό σουγιά με το λουρί) а) дело застопорилось; б) нашло коса на камень;τί βρίσκεις πού...; — зачем ты...?, какое удовольствие находишь ты в том, что...;
απ' το θεό να το βρεις бог тебе воздаст за твой поступки;άλλοτε τα βρίσκο(υ)με — рассчитаемся в другой раз;
1) — оказаться, очутиться, попасть; — быть, находиться;βρίσκο(υ)μαι
βρίσκο(υ)μαι σε κακά χάλια — оказываться, быть в тяжёлом, скверном положении;
βρίσκουμαι στην ανάγκη — быть в нужде, нуждаться;
2) находиться, помещаться, быть расположенным (о здании и т, п);3) находиться, обнаруживаться; 4) помогать, приходить на помощь; του βρέθηκε σε κάθε ανάγκη του он всегда приходил ему на помощь;- ψαυτό δεν βρίσκεται — это очень редко встречается;
это дефицитная вещь -
86 Ντον
ο р. Дон;тж. Δον -
87 Αβυδον
-
88 Ἄβυδον
-
89 Λυδόν
Λῡδόν, Λυδόςa Lydian: masc acc sgΛυδόςa Lydian: masc acc sgΛυδόςa Lydian: neut nom /voc /acc sg -
90 βοτρυδόν
βοτρῡδόν, βοτρυδόνlike a bunch of grapes: indeclform (adverb) -
91 συνοπαδόν
συνοπᾱδόν, συνοπαδόςfollowing along with: masc acc sg -
92 χελιδόν
χελῑδόν, χελιδώνswallow: fem voc sg -
93 ωδόν
-
94 ὠδόν
-
95 Νέστωρ
Νέστωρ king of Pylos, father of Antilochos. Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπη-1δόν, ἀνθρώπων φάτις, ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν γινώσκομεν P. 3.112
-
96 αἴφνης
αἴφνης, Adv. -
97 δινεύω
Aδινεύεσκον Il.24.12
), but [tense] aor. part.δινεύσας A.R.3.310
:—also [full] δῑνέω, A.Th. 462: [tense] impf. ἐδίνεον, [dialect] Ep.δίνεον Il.18.494
, Od.9.384: [tense] aor.ἐδίνησα Il.23.840
, A. Th. 490: [dialect] Aeol. [full] δίννημι Sapph.1.11:—[voice] Med. (v. περιδ-):—[voice] Pass.,δινεύομαι Arat.455
, Opp.H.1.376: [tense] aor.ἐδινήθην Od.22.85
(as v. l.), E. Rh. 353 (lyr.): [tense] pf. δεδίνημαι ([etym.] ἀμφι-) Il.23.562: also [tense] impf. or [tense] plpf. δίνηντο from δίνημι, B.16.107.—Poet. Verbs, also in X. and Pl. and later Prose (v. infr.): ([etym.] δίνη):—whirl, spin round, ἧκε δὲ δινήσας [τὸν σόλον] after whirling it, Il.23.840; ζεύγεα δινεύοντες driving them round a circle, 18.543; μοχλὸν ἑλόντες δινέομεν twirled the stake round in the Cyclops' eye, Od.9.388;δ. πτέρα Sapph.1.11
; ἵππους, [ἀσπίδα], A.Th. 462, 490; (lyr.):—[voice] Pass., whirl, roll about,ὄσσε.. πάντοσε δινείσθην Il.17.680
; κάππεσε δινηθείς v.l. for ἰδνωθείς, Od.22.85; of a river, eddy, E.Rh. 353 (lyr.); whirl round in the dance, X.An.6.1.9, prob. for δον- in Id.Smp.2.8; of tumblers,ἐπὶ τροχοῦ δινεῖσθαι Pl.Euthd. 294e
; writhe,ἐκ τῶν ἀλγηδόνων J.BJ6.2.10
.2 [voice] Pass., roam about, ἐδινεόμεσθα κατ' αὐτήν [νῆσον] Od.9.153; ;κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινήθην Pi.P.11.38
.3 ἀμφὶ χαίταις δίνηντο ταινίαι were twined, B. 16.107.II intr. in [voice] Act., whirl about,ὀρχηστῆρες ἐδίνεον Il.18.494
; of tumblers, ἐδίνευον κατὰ μέσσους ib. 606; of a warrior,ὅστις.. δινεύοι κατὰ μέσσον 4.541
; δινεύουσαν ὑπὸ πτέρυγος βάλε as it was circling in its flight, of a pigeon, 23.875: generally,δ. ἐν ἅρμασιν A.R.3.310
; roam about,δινεύεσκ' ἀλύων παρὰ θῖν' ἁλός Il.24.12
;δινεύων κατὰ οἶκον Od.19.67
;ἀνὰ νῆσον ἐδίνεον A.R.2.695
; δινεύων βλεφάροις look wildly about, E.Or. 837 (dub.). -
98 δοῦναξ
-
99 νεφεληδόν
νεφελη-δόν, Adv.A in the manner of clouds, Nonn.D.15.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεφεληδόν
-
100 πετρηδόν
πετρη-δόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετρηδόν
См. также в других словарях:
Δον Ζουάν — Λογοτεχνικός ήρωας. Στην ερωτική μυθολογία της Δύσης ο Δ.Ζ. εγγράφεται ως μια προνομιακή μορφή, της οποίας οι μεταμορφώσεις είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για την εικόνα που κάθε ιστορική εποχή σχηματίζει για τον έρωτα. Ο Δ.Ζ., αντίθετα με τον… … Dictionary of Greek
Δον Κιχώτης — Λογοτεχνικός ήρωας, κεντρικό πρόσωπο του περίφημου ομώνυμου μυθιστορήματος του Ισπανού μυθιστοριογράφου Μιγκέλ ντε Θερβάντες. Ο Δ.Κ. –όσο λίγοι άλλοι ήρωες της τέχνης– έγινε σύμβολο μιας ορισμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς, ένας μύθος που πέρασε… … Dictionary of Greek
δον — Ονομασία ποταμών της Ευρώπης. Βλ. λ. Ντον. * * * και δομ (θηλ. δόνα) 1. τιμητικός τίτλος που αρχικά αποδιδόταν σε πάπες και αργότερα στους κληρικούς ή μοναχούς τής καθολικής Εκκλησίας 2. τίτλος ηγεμόνων και αριστοκρατών που αργότερα καθιερώθηκε… … Dictionary of Greek
δόν — δίδωμι Aër. aor part act neut nom/voc/acc sg (epic) δίδωμι Aër. aor part act neut nom/voc/acc sg δίδωμι Aër. aor ind act 3rd pl (epic) δίδωμι Aër. aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χουάν της Αυστρίας, δον- — (Don Juan de Austria, Ρατισμπόνα 1545 – Ναμούρ 1578). Διάσημος Ισπανός πρίγκιπας και στρατιωτικός, νόθος γιος του αυτοκράτορα Καρόλου E’ (Καρόλου A’ της Ισπανίας) και ετεροθαλής αδελφός του βασιλιά Φιλίππου B’ της Ισπανίας. Μεγάλωσε κρυφά, ως… … Dictionary of Greek
Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… … Dictionary of Greek
Κάρλος, Δον — (DonCarlos, 1545 – 1568). Ινφάντης (δευτερότοκος γιος του βασιλιά) της Ισπανίας. Ήταν γιος του βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππου Β’ και της πρώτης συζύγου του Μαρίας της Πορτογαλίας. Αν και φιλάσθενος, ο Κ. ήταν αυταρχικός και στυγνός και… … Dictionary of Greek
Χουάν - Χοσέ της Αυστρίας, δον- — (Don Juan Josι de Austria, Μαδρίτη 1629 – 1679). Ισπανός πρίγκιπας, πολιτικός και στρατιωτικός, νόθος γιος του Φιλίππου Δ’ της Ισπανίας, άσχετος προς τον νικητή της Ναυπάκτου, αλλά αποκαλούνταν (για τις επιτυχίες του σε πολεμικά μέτωπα της… … Dictionary of Greek
Πάου, δον Πέτρος ντε- — (Pau). Ισπανός ευγενής. Όταν ο Νέριος Ατζαγιόλι κατέλαβε την Αθήνα (1835), ο Π., πολιορκημένος στην Ακρόπολη, αντιστάθηκε με πείσμα επί δύο ολόκληρα χρόνια … Dictionary of Greek
Χουάν Μανουέλ, δον- — (Juan Manuel). Ισπανός συγγραφέας, που έζησε μεταξύ του 1282 και του 1348. Στα έργα του συνεχίζει τη διδακτική παράδοση, που είχε εγκαινιάσει ο θείος του Αλφόνσος 10ος, και συγχρόνως καθιέρωσε στην Ιβηρική Χερσόνησο και τη διηγηματογραφία με… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek