-
61 ὀνυμάζω
ὀνῠμάζω (impf. ὀνύμαζε v. l.: aor. ὀνύμαξεν, ὠνύμασεν: med. fut. pro act., ὀνυμάξεαι: pass. aor. ὀνύμασθεν.)1 nameκτισσάσθαν λίθινον γόνον· λαοὶ δ' ὀνύμασθεν O. 9.46
τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον ( ὀνύμαξε v. l.: v. Fraenkel on Ag. 681) P. 2.44 ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; (Boeckh: ὀνυμάξαι codd.: ὀνυμάξομαι byz. et Σ, ut vid.) P. 7.6θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας, Ἰσμήνιον δ ὀνύμαξεν P. 11.6
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον (Mommsen: ὠνόμασε(ν)) P. 12.23 -
62 πρῶτος
(-ος, -ῳ, -οι, -οις; -α, -ᾳ, -αν; -ον nom., acc.: superl. v. πρώτιστος.)a first οἶς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν (v. l. πρῶτον) O. 6.75ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν O. 7.42
ἅμα πρώτοις ἄρξεται καὶ τερτάτοις O. 8.45
σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ O. 10.58
ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.33
βάματι δ' ἐν πρώτῳ ( τριτάτῳ coni. Aristarchus) P. 3.43εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις P. 9.119
Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ N. 6.18
ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ earliest N. 9.42 πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κνίσᾳ (sc. Ἑστίαν) N. 11.6ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ Pae. 2.76
τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ she will be the first to follow you upon the way Παρθ. 2. 68. ( βάρβιτος) τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος εὗρεν πρῶτος fr. 125. 2. pro subs., c. gen., τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων the first of prizes P. 1.99b adv., (τὸ) πρῶτον,a in the first place, at firstδόμον ἔθεντο πρῶτον, ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον, λαοὶ δ ὀνύμασθεν O. 9.44
“ ξείνοις δεῖπν' ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” P. 4.31σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν, ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49
esp. c.μέν, ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88
ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.3
πρῶτον μὲν fr. 30. 1. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πέδον καὶ fr. 172. 3.II for the first timeὑπ' Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35
ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.216
“θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα πρῶτον ἐν Κάδμου πύλαις” P. 8.47 “τοῦτο αἰδέοντ, ἀμφανδὸν ἁδείας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς” P. 9.41πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43
καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον N. 2.4
ἑορτὰ ἐν ᾆ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193. -
63 ὄχλος
-ου + ὁ N 2 1-5-9-15-25=55 Nm 20,20; Jos 6,13(bis); 2 Sm 15,22; 1 Kgs 21(20),13crowd, host, multitude Nm 20,20; army, troop 1 Mc 1,17; population (as distinct from the Jews) BelLXX 30οἱ ὄχλοι the peoples (syn. of λαοί and ἔθνη) DnLXX 3,4Cf. JOÜON 1937, 618-619; ROST 1967, 112-118; →NIDNTT; TWNT -
64 восточный
επ.1. ανατολικός•восточный ветер ανατολικός άνεμος•
-ые народы οι ανατολικοί λαοί.
2. ανατολίτικος•-ая музыка ανατολίτικη μουσική.
-
65 колониальный
επ.1. αποικιακός•-ые народы αποικιακοί λαοί•
-ые страны αποικιακές χώρες•
колониальный гнт αποικιακή καταπίειση•
-ые державы αποικιακές δυνάμεις (κράτη).
2. που ζουν κατά αποικίες•-ые коралловые полипы δεντροειδείς αποικίες κοραλλιών.
εκφρ.- ые войны – αποικιακοί πόλεμοι•- ые товары – αποικιακά εμπορεύματα•колониальный магазин; -ая лавка – μαγαζί, πρατήριο αποικιακών•- ые войско – αποικιακά στρατεύματα•- ая политика – αποικιακή πολιτική. -
66 кочевой
επ.νομαδικός•-ые народы νομαδικοί λαοί•
-ые племени νομαδικές φυλές•
-ая жизнь νομαδική ζωή•
-ая юрта νομαδική σκηνή.
-
67 маслить
-лю, -лишьρ.δ.μ. λαδώνω, αλείφω με λάδι ή ρίχνω λάόι.1. νηλιδώνομαι, λιγδώνομαι, λεκιάζω.2. γυαλίζω, λάμπω. -
68 народ
-а α.1. λαός•советский народ σοβιετικός λαός•
греческий народ ελληνικός λαός•
все -ы мира όλοι οι λαοί της γης•
трудовой народ ο λαός της δουλειάς (οι εργαζόμενοι).
2. άνθρωποι•там был разный народ εκεί ήταν διάφοροι άνθρωποι.
|| κόσμος•собралось много -у μαζεύτηκε πολύς κόσμος.
εκφρ.простой народ – ο απλός λαός, λαοτζίκος, κοσμάκης, πόπολο•чрный (подлый) народ – (στην ταζική κοινωνία) οι απόκληροι της γης, η φτωχολογιά•на -е – στην κοινωνία, στον κόσμο, με τον κόσμο•на весь народ – μεγαλώφωνα, στην διαπασών, με τυρρηνική σάλπιγγα. -
69 палеоазиатский
επ.παλαιοασιατικός•-ие народы παλαιοασιατικοί λαοί•
-ие языки πα-λαιοασιατικές γλώσσες.
-
70 север
-а α.ο βοριάς•стрелка компаса указывает на север ο δείκτης της πυξίδας δείχνει στο βοριά•
к -у Москвы βόρεια της Μόσχας•
народы -а οι βόρειοι λαοί.
εκφρ.крайний север – ο άκρος Βοριάς, η Αρκτική. -
71 славянский
επ.σλαβικός•-йе народы οι σλαβικοί λαοί•
славянский язык σλαβική γλώσσα.
-
72 угнетённый
επ. κ. ουσ. καταπιεζόμενος•-ые народы οι καταπιεζόμενοι λαοί.
ουσ. ο καταπιεζόμενος•борьба -ых против колонизаторов αγώνας των καταπιεζομένων κατά των αποικιστών.
|| μτφ. καταθλιπτικός, βασανιστικός, βαρύς•-ое настроение βαρύθυμία• βα-ρυαλγία.
-
73 цветной
επ.1. έγχρωμος• χρωματιστός•-ые камни έγχρωμα πετράδια•
-ые металлы έγχρωμα μέταλλα•
цветной фильм έγχρωμο φιλμ•
-ое телевидение έγχρωμη τηλεόραση.
2. (για φυλές ανθρώπων) ο μη λευκός•-ые народы οι μη λευκοί λαοί.
εκφρ.- ая металлургия – έγχρωμη μεταλλουργία. -
74 цивилизованный
επ. από μτχ.πολιτισμένος•-ые народы οι πολιτισμένοι λαοί.
-
75 язык
-а α.1. η γλώσσα•коровий язык η γλώσσα της αγελάδας•
лизать -ом γλείφω με τη γλώσσα.
|| (φαγητό)•-и с картофельным пюре γλώσσες με πουρέ πατάτας.
2. όργανο λόγου ή επικοινωνίας•древние -и οι αρχαίες γλώσσες•
русский язык η ρωσική γλώσσα•
греческий язык η ελληνική γλώσσα•
литературный язык η φιλολογική γλώσσα•
поэтический язык η ποιητική γλώσσα•
народный язык η δημοτική γλώσσα•
разговорный язык η ομιλούμενη γλώσσα•
мёртвые -и οι νεκρές γλώσσες.
3. -и πλθ. λαοί, λαάτητες.4. αιχμάλωτος που πιάστηκε για απόσπαση μυστικών του εχθρού.5. κάθε τι που έχει το σχήμα γλώσσας•огненные -и πύρινες γλώσσες•
язык колокола το γλωσσίδι της καμπάνας.
εκφρ.язык без костей – φλύαρος, πολυλογάς, γλωσσάς•язык на плече у кого-н. – του βγήκε η γλώσσα από την κούραση•язык прилип к гортани у кого – του κόλλησε η γλώσσα στο στόμα (αδυνατεί να μιλήσει)•язык хорошо подвешен (привешен) – είναι εύγλωττος, ευφράδης, εύλαλος•держать язык за зубами – δαγκώνω τη γλώσσα, σωπαίνω•у него язык чешется – τον τρώει η γλώσσα του•язык придерживать язык – συγκρατιέμαι, μαζεύω τη γλώσσα μου, αποφεύγω να μιλήσω•чесать -ом – βλ. ίδια εκφρ. στο ρ. болтать 2• сорвалось с -а (слово) μού φύγε η λέξη, ο λόγος•это слово вертется у меня на язык – έχω τη λέξη στο στόμα, μα δεν μπορώ να την πω•язык до Киева доведёт – ρωτώντας πας στην Πόλη. -
76 γε
γε, [dialect] Dor. and [dialect] Boeot. [full] γα, enclitic Particle, giving emphasis to the word or words which it follows.I with single words, at least, at any rate, but often only to be rendered by italics in writing, or emphasis in pronunciation: τὸ γὰρ.. σιδήρου γε κράτος ἐστίν such is the power of iron, Od.9.393; εἴ που πτωχῶν γε θεοὶ.. εἰσίν if the poor have any gods to care for them, 17.475;μάλιστά γε 4.366
; ὅ γ' ἐνθάδε λεώς at any rate the people here, S.OC42, etc.: with negs., οὐ δύο γε not even two, Il.5.303, 20.286; οὔκουν φθόγγος γε not the least sound, E.IA9.2 with Pronouns: with Pron. of [ per.] 1st Pers. so closely joined, that the accent is changed, in ἔγωγε, ἔμοιγε (also ἔγωγα [dialect] Lacon., but ἐγώνγα, ἰώνγα [dialect] Boeot.): in Hom. freq. with Art. used as Pron., v. ὅ γε: with demonstr. Pronouns, κεῖνός γε, τοῦτό γε, etc.: in Com. coalescing with -ί final, ; τουτογί, ταυταγί, etc., Id.V. 781, Pax 1057, etc. (but ): after possess. Pronouns,ἐμόν γε θυμόν Il.20.425
, etc.: freq. after relat. Pronouns, ὅς γε, οἵ γε, etc.,οἵ γέ σου καθύβρισαν S.Ph. 1364
;ὅς γ' ἐξέλυσας δασμόν Id.OT35
, etc.; ὅσον γε χρῄζεις even as much as.., ib. 365;οἷόν γέ μοι φαίνεται Pl.R. 329a
: rarely with interrog. Pronouns,τίνα γε.. εἶπας
;E.
Tr. 241; ;S.
Ph. 441.3 after Conjunctions, to emphasize the modification or condition introduced by the subjoined clause, πρίν γε, before at least, sts. repeated,οὐ μὲν.. ὀΐω πρίν γ' ἀποπαύσεσθαι, πρίν γε.. αἵματος ἆσαι Ἀρῆα Il.5.288
, cf. Od.2.127; πρὶν ἄν γε or πρίν γ' ἄν, Ar.Eq. 961, Ra.78, etc.; ; ;ἐπεί γε X.An.1.3.9
;ἐπειδή γε Th.6.18
;ὅπου γε X.Cyr.2.3.11
; εἴ γε, ἐάν γε, if that is to say, if really, Th.6.18, Pl.Phdr.25<*>c; also simply to lay stress on the condition, κἄν γε μὴ λέγω and if I do not.., Ar.Ach. 317; εἴπερ γε if at any rate, Hdt.7.16.γ, 143, etc.; ὥστε γε (v.l. ὥς γε), with inf., so far at least as to.., Pl.Phdr. 230b;ὥς γ' ἐμοὶ χρῆσθαι κριτῇ E.Alc. 801
; ὥς γε or ὥσπερ γε as at least, S.Ant. 570, OT 715, etc.:—γε may follow τε, when τε is closely attached to the preceding word,ὡς οἷόν τέ γε μάλιστα X.Mem.4.5.2
, Pl.R. 412b; ; :—for its use in opposed or disjunctive clauses, v. infr. 11.3.4 after other Particles, καὶ μὴν.. γε, οὐ μὴν.. γε, with words intervening, X.Mem.1.4.12, E.Alc. 518, etc.; after ἄν in apodosi, when preceded by οὐ or καί, Id.Ph. 1215, Or. 784; ἄταρ.. γε but yet, Ar.Ach. 448; καίτοι γε, v. καί τοι; ἀλλά γε (without intervening words) is f.l. in Pl.Hp.Ma. 287b (leg. ἀλλ' ἄγε), R. 331b ( ἀλλά γε ἕν codd.,ἀλλὰ ἕν γε Stob.
); ἀλλά γε δή dub. in Id.Phdr.262a; later, Plu.2.394c, Ael.NA10.49 codd.: but,5 when preceding other Particles, γε commonly refers to the preceding word, while the Particle retains its own force: but sts. modifies the sense of the following Particle, γε μήν nevertheless,πάντως γε μήν Ar.Eq. 232
, cf. E.El. 754, X., etc.; [dialect] Ep. and [dialect] Ion.γε μέν Il.2.703
, Od.4.195, Hdt.7.152; , S.Tr. 484; , X.An.2.3.9, etc.: γε δή freq. strengthens an assertion, A.Pr.42, Th.2.62, etc.;οἰόμεθά γε δή Pl.Euthd. 275a
(cf. also 11.1); γέ τοι, implying that the assertion is the least that one can say, Ar.V. 934, Pl. 424, 1041, etc.; ; , Pl.Phdr. 264b;γέ τοί που Id.Lg. 888e
; , etc.; γέ που at all events, any how, Ar. Ach. 896, Pl.R. 607d, 478a, etc.; for γε οὖν, v. γοῦν.II exercising an influence over the whole clause:1 epexegetic, namely, that is, Διός γε διδόντος that is if God grant it, Od.1.390; κλῦθι, Ποσείδαον.., εἰ ἐτεόν γε σός εἰμι if indeed I am really thine, 9.529: hence to limit, strengthen or amplify a general assertion, ἀνὴρ.. ὅστις πινυτός γε any man— at least any wise man, 1.229; freq. preceded by καί, usu. with words intervening, ἦ μὴν κελεύσω κἀπιθωΰξω γε πρός ay and besi <*>es that.., A.Pr.73; παρῆσάν τινες καὶ πολλοί γε some, ay and a great many, Pl.Phd. 58d;καὶ γελοίως γε Id.R. 531a
; freq. with the last term in an enumeration,ταύτῃ ἄρα.. πρακτέον καὶ γυμναστέον καὶ ἐδεστέον γε καὶ ποτέον Id.Cri. 47b
;ὄψεις τε καὶ ἀκοαὶ καὶ.. καὶ ἡδοναί γε δή Id.Tht. 156b
; repeated, ; rarely without intervening words,καί γε ὁ θάνατος διὰ τὴν μοίρην ἔλαχεν Hp.Septim.9
, cf. Lys.11.7 codd.;καί γε.. ἐκχεῶ Act.Ap.2.18
: hence,2 in dialogue, in answers where something is added to the statement of the previous speaker, as ἔπεμψέ τίς σοι.. κρέα; Answ. καλῶς γε ποιῶν yes and quite right too, Ar.Ach. 1049; κενὸν τόδ' ἄγγος, ἢ στέγει τι; Answ. σά γ' ἔνδυτα .. yes indeed, your clothes, E. Ion 1412; οὕτω γὰρ ἂν μάλιστα δηχθείη πόσις. Answ. σὺ δ' ἂν γένοιο γ' ἀθλιωτάτη γυνή yes truly, and you.., Id.Med. 817, cf. S.OT 680, etc.; πάνυ γε yes certainly, Pl.Euthphr.8e, etc.; οὕτω γέ πως yes somehowso, Id.Tht. 165c; sts. preceded by καί, καὶ οὐδέν γ' ἄτοπον yes and no wonder, ib. 142b, cf. d, 147e; sts. ironically,εὖ γε κηδεύεις πόλιν E.IT 1212
.3 to heighten a contrast or opposition,a after conditional clauses, εἰ μὲν δὴ σύ γ'.., τῷ κε Ποσειδάων γε .. if you do so, then at all events Poseidon will.., Il.15.49 sq.; ἐπεὶ πρὸς τοῦτο σιωπᾶν ἥδιόν σοι.. τόδε γε εἰπέ at any rate tell me this, X.Cyr. 5.5.20;εἰ μὴ τὸ ὅλον, μέρος γ' ἐπιβάλλει D.18.272
:—sts. in the protasis, εἰ γὰρ μὴ ἑκόντες γε.. ἀλλ' ἀέκοντας .. Hdt.4.120.b in disjunctive sentences to emphasize an alternative, ἤτοι κεῖνόν γε.. δεῖ ἀπόλλυσθαι ἢ σέ .. Id.1.11; ;πατὴρ δ' ἐμός.. ζώει ὅ γ' ἢ τέθνηκε Od.2.131
, cf. Il.10.504: also in the second clause,εἰπέ μοι, ἠὲ ἑκὼν ὑποδάμνασαι ἤ σέ γε λαοὶ ἐχθαίρουσι Od.3.214
, cf. Hdt.7.10.θ, S.OT 1098 sq.4 in exclamations, etc., ὥς γε μή ποτ' ὤφελον λαβεῖν dub. in E.IA70, cf. S.OC 977, Ph. 1003, Ar.Ach.93, 836, etc.; in oaths, οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρά γ' v.l. in Ar.Eq. 698;μὰ τὸν Ποσειδῶ γ' οὐδέποτ' Id.Ec. 748
;καὶ ναὶ μὰ Δία γε X.Ap.20
;καὶ νὴ Δία γε Ar.Eq. 1350
, D.Chr.17.4, Luc. Merc.Cond.28, Lib.Or.11.59, etc.: with words intervening, καὶ νὴ Δί', ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἕτεροί γε .. D.13.16;νὴ Δία, ὦ Ἀθηναῖοι, ὥρα γε ὑμῖν X.HG7.1.37
; merely in strong assertions, τίς ἂν φιλέοντι μάχοιτο; ἄφρων δὴ κεῖνός γέ .. Od.8.209, etc.5 implying concession, εἶμί γε well then I will go (in apodosi), E.HF 861;δρᾶ γ' εἴ τι δράσεις Id.IA 817
, cf. Andr. 239.III γε freq. repeated in protasis and apodosis, as πρίν γε.., πρίν γε, v. supr.1.3;εἰ μή γε.. τινὶ μείζονι, τῇ γε παρούσῃ ἀτιμίᾳ Lys.31.29
; even in the same clause, , cf. Hdt.1.187, E.Ph. 554, Pl.R. 335b, Grg. 502a.IV POSITION: γε normally follows the word which it limits; but is freq. placed immediately after the Article, asὅ γε πόλεμος Th.1.66
, etc.; or the Prep.,κατά γε τὸν σὸν λόγον X.Cyr.3.1.15
;ἔν γε ταῖς Θήβαις S.OT 1380
; orδέ, νῦν δέ γε Pl.Tht. 144e
; τὸ δέ γε ib. 164b;δοῖμεν δέ γέ που ἄν Id.R. 607d
, cf. Phd. 94a, etc.; freq. in retorts, ἁμές ποκ' ἦμες ἄλκιμοι νεανίαι. Answ.ἁμὲς δέ γ' εἰμές Carm.Pop.18
; οὐκ οἶδ' ὅτι λέγεις. Answ.ἡ γραῦς δέ γε οἶδ', ὡς ἐγῷμαι Men.Epit. 577
, cf. A.Th. 1031, etc. -
77 δῆμος
A district, country, land,Βοιωτοὶ μάλα πίονα δ. ἔχοντες Il.5.710
;Λυκίης ἐν πίονι δ. 16.437
, cf. Od.13.322, etc.;'Ιθάκης ἐνὶ δ. 1.103
;δήμῳ ἔνι Τρώων 13.266
;λαοὶ ἀνὰ δῆμον 16.95
: metaph., δῆμος ὀνείρων the land of dreams, 24.12.2 the people, inhabitants of such a district,πόληΐ τε παντί τε δήμῳ Il.3.50
, cf. h.Cer. 271;Βακτρίων ἔρρει πανώλης δ. A.Pers. 732
.II hence (since the common people lived in the country, the chiefs in the city), the commons, common people, δήμου ἀνήρ, opp. βασιλεύς, ἔξοχος ἀνήρ, etc., Il.2.198, 188, cf. 11.328, Hes.Op. 261, Hdt.5.66, Act.Ap.12.22, etc. (rarely of a single person, δῆμον ἐόντα being a commoner, Il.12.213); opp. οἱ εὐδαίμονες, Hdt.1.196; opp. οἱ παχέες, Id.5.30; opp. οἱ δυνατοί, Th.5.4;οἱ.. ἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὶ ὄντες δῆμος Id.8.73
; = Lat. plebs, D.H.6.88, etc.;τοῦ πολλοῦ δ. εἷς
unus de plebe,Luc.
Sat.2;τοῦ δ. ὤν Id.Gall.22
; in an army, rank and file, opp. officers,ὁ δ. τῶν στρατιωτῶν X.Cyr.6.1.14
.2 metaph.,δ. ἰχθύων Antiph. 206.7
;τυράννων Philostr.VS1.15.1
;πιθήκων Id.VA3.4
; ὀρνέων Alciphr.3.30.III in a political sense, the sovereign people, the free citizens, A.Th. 199, 1011, etc.;ὁ δ. ὁ Ἀθηναίων IG12.10.37
, etc.;προστάτης τοῦ δήμου Th.6.35
, etc.; personified, Ar.Eq.42, al.;ἱερεὺς τοῦ Δ. καὶ τῶν Χαρίτων IG22.1028
.2 popular government, democracy, opp. ὀλιγαρχίη, Hdt.3.82; opp. οἱ τύραννοι, And.1.106;πολίτεομα εἶναι ἐν Χίῳ δ. SIG283.4
(iv B. C.);δήμου κατάλυσις X.HG2.3.28
, Arist. Ath.8.4;ταῦτα καταλύει δῆμον, οὐ κωμῳδία Philippid.25.7
; δ. καταστῆσαι, καταπαύειν, X.HG7.3.3, Th.1.107: in pl., democracies, Id.3.82, D.20.15;δ. ὁ ἔσχατος Arist.Pol. 1277b3
.3 the popular assembly,λέγειν ἐν τῷ δ. Pl.R. 565b
; ἡ βουλὴ καὶ ὁ δ., formula in Inscrr., as IG12.39, etc.; of the assembly of Oxyrhynchus, POxy.41.19 (iii/iv A. D.), 1407.19 (iii A. D.).IV township, commune ( = [dialect] Dor. κώμη acc. to Arist.Po. 1448a37; butδιελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isoc.7.46
, cf. Pl.Lg. 746d, and v. infr.), in Attica, Hdt.5.69, Arist.Ath.21.5, Str.9.1.16, IG12.76.9, al.; elsewh., ib.12(5).594 ([place name] Ceos), Phib.1.28.13 (iii A. D.), OGI49.14 ([place name] Ptolemais), etc.:—[dialect] Dor. [full] δᾶμος, Michel418.34 ([place name] Calymna), IG12(1).58.23 ([place name] Lindos): in indications of origin,Σωφάνης ἐκ δ. Δεκελεῆθεν Hdt.9.73
;δήμου Ἁλαιεύς Antiph.211
;τῶν δήμων Πιτθεύς Pl.Euthphr.2b
;τῶν δ. Θορίκιος D.39.30
, cf. Arist.Ath.21.4;ἐπιγράψαι τοὺς βουλευτὰς πατρόθεν καὶ τοῦ δ. IG22.223B4
: metaph.,οἱ τῆς θαλάσσης δ. Philostr. Gym. 44
.V name for a prostitute, Archil.184. -
78 θαρσέω
AΘαρρίας IG12.847
), [dialect] Aeol. part. θέρσεισα (v.l. θαρς-) Theoc.28.3: ([etym.] θάρσος):— to be of good courage,τεθαρσήκασι λαοί Il.9.420
, etc.; ἄνευ νοῦ, σὺν νῷ, Pl.Men. 88b; in bad sense, to be over-bold, ὕβρει θ. Th.2.65: μάτην θ. Pl.Tht. 189d:— Constr.:1 abs., Il.l.c., etc.; fear not!4.184
, A.Supp. 732, etc.; θαρσεῖτε ib. 600, 910;θάρσει, θυμέ Sopat.14
; , al.:—in Epitaphs,θάρσει.. οὐδεὶς ἀθάνατος CIG5200b
([place name] Ptolemais), etc.: part. in an adverb. sense, θαρσήσας μάλα εἰπέ with good courage, Il.1.85, cf. A.Ch. 666;κόμπασον θαρσῶν Id.Ag. 1671
, cf. Pr. 916, S.OC 491;θαρσέοντες πλούτου πέρι ἐρίζετε Hdt.5.49
;πῖθι θαρρῶν Alex. 232
;λέγε τοίνυν θαρρῶν Pl.Phdr. 243e
;θαρρῶν πλείονα ἔθυεν ἢ ὀκνῶν ηὔχετο X.Ages.11.2
; τὸ τεθαρρηκός confidence, Plu.Fab.26;τὸ θαρροῦν τῆς ὄψεως Id.Cat.Mi.44
: in [tense] aor., pluck up courage,καὶ τότε δὴ θάρσησε Il.1.92
.2 c.acc., θάρσει τόνδε γ' ἄεθλον fear not about this contest, Od.8.197; later, feelconfidence against, have no fear of,πάντα Hdt.7.50
;θ. γέροντος χεῖρα E.Andr. 993
, cf. S.OC 649; ;τὸ τοιοῦτον σῶμα.. οἱ μὲν ἐχθροὶ θαρροῦσιν.. Id.Phdr. 239d
;θ. τὸ ἀποκρίνασθαι Id.Euthd. 275c
; ;χωρίον Philostr.Her.1.3
: c.acc. cogn., ἠλίθιον θάρρος θ. Pl.Phd. 95c; αἰσχρὰ θάρρη θ. Id.Prt. 360b;ταὐτά τισι θ. καὶ φοβεῖσθαι X.HG2.4.9
; venture,θ. τὰς μάχας Id.An.3.2.20
:—[voice] Pass., to be risked, Philostr.Im.1.17.b c. acc. pers., also, to have confidence in, τινα X.Cyr.5.5.42, D.C.51.11.c θ. τινί τι entrust to.., Marin.Procl. 9.3 c. dat., have confidence in,τεθαρσηκότες τοῖσι ὄρνισι Hdt.3.76
;ἑαυτῷ Plu.2.69c
(s.v.l.);τοῖς χρήμασι PGoodsp.Cair.15.19
(iv A.D.).4 with Preps., θ. περί.. to be confident about.., S.Aj. 793, Pl.R. 574b; ὑπὲρ ἑαυτῶν ib. 566b;διά τι Isoc.3.55
;ἐπί τινι Id.6.60
; ; πρὸς ἐμαυτόν in myself, Ar.Ec. 1060.5 c. inf., believe confidently that.., S.Ant. 668; alsoθ. ὅτι.. Th.1.81
, etc.;θ. τὸ ἐξελέγξειν D.19.3
.b c. inf., make bold, venture,X.Cyr. 8.8.6, Plu.Per.22, Ant.Lib.19.2.II trans., inspire with confidence, [λόγοι] οἵ με θαρσοῖεν J.AJ19.1.9
. -
79 θεάομαι
θεάομαι, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] θηέομαι (v. infr.), [dialect] Dor. [full] θᾱέομαι, [full] Θάομαι (qq. v.), imper.A ; opt. θηοῖο (for [dialect] Att. θεῷο) Il.24.418; part.θηεύμενος Hdt.7.146
: [dialect] Ion. [tense] impf. ἐθηεῖτο, ἐθηεῦντο, Id.1.10, 3.136; [dialect] Ep.θηεῖτο Od.5.75
, etc.,θηεῦντο Il.7.444
, al.,ἐθηεύμεσθα Od.9.218
,ἐθεῆτο Hp.Nat.Puer.13
, θηέσκετο Poet. ap. Parth.21.2: [tense] fut. θεάσομαι [ᾱ], [dialect] Ion. - ήσομαι: [tense] aor. ἐθεᾱσάμην, [dialect] Ep. opt. θηήσαιο, θηήσαιτο, Od.17.315, 5.74; [ per.] 3pl.ἐθηήσαντο Euph.51.15
; [dialect] Ion. inf. θεήσασθαι (v.l. θεάς-) Hdt.1.8: [dialect] Att. [tense] pf.τεθέαμαι X.Cyr.7.5.7
: codd. of Hdt. vary betw. θεη- and θηη-: a rare [dialect] Ion. [var] contr. of θηη- to θη- is found inθησαίατ' Od.18.191
,θησάμενος IG12.826
:—gaze at, behold, mostly with a sense of wonder,θηεῦντο μέγα ἔργον Il.7.444
, cf. Od.2.13;λαοὶ δ' αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε Il.23.728
, cf. Hdt.1.8,11, etc.;θ. τὰ καλά Democr.194
;πάντες ὥσπερ ἄγαλμα ἐθεῶντο αὐτόν Pl.Chrm. 154c
; (lyr.);ζητεῖ τὸ κακὸν τεθεᾶσθαι Ar.Th. 797
codd.; ἐθεᾶτο.. τὴν θέσιν τῆς πόλεως.., ὡς ἔχοι reconnoitred it, Th.5.7;θ. κύκλῳ τὴν πόλιν X.Cyr.4.5.7
: abs., θεᾷ; do you see? Men.Epit. 564.2 of the mind, contemplate, , al.3 view as spectators, esp. in the theatre, Isoc.4.44; οἱ θεώμενοι the spectators, Ar.Ra.2, cf.Nu. 518, al. (but also, onlookers, bystanders, Antipho 3.3.7): metaph., θ. τὸν πόλεμον to be spectators of the war, Hdt. 8.116.4 θ. τὸ στράτευμα to review it, X.Cyr.5.5.1.II [voice] Act. [full] θεάω, late, Baillet Tombeaux des rois à Thèbes 1080: elsewh. in imper.θέα Them.Or.3.44b
, Jul.Ep. 89b, Hsch.: [tense] aor. ἐθεάθην in pass. sense, Ps. -Callisth.2.42, Ev.Marc.16.11, Ap.Ty.Ep.49, Just.Nov.133.3.1: [tense] pres.θεῶνται Philostr.Her.2.9
. (Orig. prob. θᾱϝ έομαι and θᾱϝάομαι, cf. θαῦ-μα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεάομαι
-
80 μετά
μετά [[pron. full] ᾰ, but [pron. full] ᾱ in S.Ph. 184 (s. v. l., lyr.)], poet. [full] μεταί, dub., only in μεταιβολία; [dialect] Aeol., [dialect] Dor., Arc. πεδά (q.v.): Prep. with gen., dat., and acc. (Cf. Goth.A mip, OHG. miti, mit 'with'.)A WITH GEN. (in which use μ. gradually superseded σύν, q.v.),I in the midst of, among, between, with pl. Nouns,μετ' ἄλλων λέξο ἑταίρων Od.10.320
;μ. δμώων πῖνε καὶ ἦσθε 16.140
;τῶν μέτα παλλόμενος Il.24.400
;πολλῶν μ. δούλων A.Ag. 1037
;μ. ζώντων εἶναι S.Ph. 1312
;ὅτων οἰκεῖς μέτα Id.OT 414
;μ. τῶν θεῶν διάγουσα Pl.Phd. 81a
(but κεῖσθαι μ. τινός with one, S.Ant.73): sts. the pl. is implied, μετ' οὐδενὸς ἀνδρῶν ναίειν, i.e. among no men, Id.Ph. 1103 (lyr.), etc.II in common, along with, by aid of (implying a closer union than σύν), μ. Βοιωτῶν ἐμάχοντο Il.13.700
, cf. 21.458; συνδιεπολέμησαντὸν πόλεμον μ. Ἀθηναίων IG12.108.7
;μ. ξυμμάχων ξυγκινδυνεύσειν Th.8.24
, cf. 6.79, etc.; μ. τῆς βουλῆς in co-operation with the council, IG12.91.10: in this sense freq. (not in ll., Od., Pi., rare in early Gr.) with sg., μετ' Ἀθηναίης with, i.e. by aid of, Athena, h.Hom. 20.2;μ. εἷο Hes.Th. 392
; μ. τινὸς πάσχειν, δρᾶν τι, A.Pr. 1067 (anap.), S.Ant.70; μ. τινὸς εἶναι to be on one's side, Th.3.56;μ. τοῦ ἠδικημένου ἔσεσθαι X.Cyr.2.4.7
;μ. τοῦ νόμου καὶ τοῦ δικαίου Pl.Ap. 32b
: generally, with, together with, with Subst. in sg. first in Hdt. (in whom it is rare exc. in the phrase οἱ μ. τινός, v. infr.), asκοιμᾶσθαι μ. τινός 3.68
, Timocl.22.2;εὕδειν μ. τινός Hdt.3.84
; οἱ μ. τινός his companions, Id.1.86, al., Pl.Prt. 315b: freq. with Prons.,μετ' αὐτοῦ S. Ant.73
; (anap.), etc.: less freq. of things,στέγη πυρὸς μ. S.Ph. 298
;μ. κιθάρας E.IA 1037
(lyr.);μ. τυροῦ Ar.Eq. 771
, etc.; , cf. E.Or. 573;ὄχλος μ. μαχαιρῶν καὶ ξύλων Ev.Matt.26.47
: indicating community of action and serving to join two subjects, Κλεομένης μετὰ Ἀθηναίων C. and the Athenians, Th.1.126: with pl. Verb,Δημοσθένης μ. τῶν ξυστρατήγων σπένδονται Id.3.109
, etc.; of things, in conjunction with, ; γῆρας μ. πενίας ib. 330a.III later, in one's dealings with,ὅσα ἐποίησεν ὁ θεὸς μετ' αὐτῶν Act.Ap. 14.27
;ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ' αὐτοῦ Ev.Luc.10.36
;τί ἡμῖν συνέβη μ. τῶν ἀρχόντων PAmh.2.135.15
(ii A.D.): even of hostile action,σὺ ποιεῖς μετ' ἐμοῦ πονηρίαν LXX Jd.11.27
, cf. 15.3;πολεμῆσαι μ. τινός Apoc.12.7
, cf. Apollod.Poliorc.190.4 codd. (but μ. may be a gloss), Wilcken Chr.23.10 (v A.D.), OGI201.3 (Nubia, vi A. D.): to denote the union of persons with qualities or circumstances, and so to denote manner,τὸ ἄπραγμον.. μὴ μ. τοῦ δραστηρίου τεταγμένον Th.2.63
, etc.;ἱκετεῦσαι μ. δακρύων Pl.Ap. 34c
;οἴκτου μέτα S.OC 1636
;μετ' ἀσφαλείας μὲν δοξάζομεν, μετὰ δέους δὲ.. ἐλλείπομεν Th.1.120
, cf. IG22.791.12;μ. ῥυθμοῦ βαίνοντες Th.5.70
; ὅσα μετ' ἐλπίδων λυμαίνεται ib. 103, etc.; , cf. Phdr. 249a, 253d; also, by means of,μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν X.Mem. 3.5.8
;γράφε μ. μέλανος PMag.Lond.121.226
.2 serving to join two predicates, γενόμενος μ. τοῦ δυνατοῦ καὶ ξυνετός, i.e. δυνατός τε καὶ ξυνετός, Th.2.15;ὅταν πλησιάζῃ μ. τοῦ ἅπτεσθαι Pl.Phdr. 255b
.IV rarely of Time, μ. τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο, for ἅμα, Th.1.6; μετ' ἀνοκωχῆς during.., Id.5.25.B WITH DAT., only poet., mostly [dialect] Ep.:I between, among others, but without the close union which belongs to the genitive, and so nearly = ἐν, which is sts. exchanged with it,μ. πρώτοισι.. ἐν πυμάτοισι Il.11.64
:1 of persons, among, in company with,μετ' ἀθανάτοισι Il.1.525
;μετ' ἀνθρώποις B.5.30
;μ. κόραισι Νηρῆος Pi.O.2.29
; μ. τριτάτοισιν ἄνασσεν in the third generation (not μ. τριτάτων belonging to it), Il.1.252; of haranguing an assembly,μετ' Ἀργείοις ἀγορεύεις 10.250
, etc.; between, of two parties, .2 of things, μ. νηυσίν, ἀστράσι, κύμασιν, 13.668, 22.28, Od.3.91;δεινὸν δ' ἐστὶ θανεῖν μ. κύμασιν Hes. Op. 687
;χαῖται δ' ἐρρώοντο μ. πνοιῇς ἀνέμοιο Il.23.367
;αἰετὼ.. ἐπέτοντο μ. π. ἀ. Od.2.148
.3 of separate parts of persons, between, μ. χερσὶν ἔχειν to hold between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 184, S. Ph. 1110 (lyr.), etc.;τὸν μ. χ. ἐρύσατο Il.5.344
; ὅς κεν.. πέσῃ μ. ποσσὶ γυναικός, of a child being born, 'to fall between her feet', 19.110; so μ. γένυσσιν, γαμφηλῇσιν, 11.416, 13.200;μ. φρεσί 4.245
, etc.II to complete a number, besides, over and above, αὐτὰρ ἐγὼ πέμπτος μ. τοῖσιν ἐλέγμην I reckoned myself to be with them a fifth, Od.9.335, cf. Il.3.188; Οὖτιν.. πύματον ἔδομαι μ. οἷς ἑτάροισι last to complete the number, i.e. after, Od.9.369, cf. A.Pers. 613, Theoc.1.39, 17.84.III c. dat. sg., only of collect. Nouns (or the equivalent of such,μεθ' αἵματι καὶ κονίῃσιν Il.15.118
),μ. στροφάλιγγι κονίης 21.503
;στρατῷ 22.49
;μ. πρώτῃ ἀγορῇ 19.50
, etc.;μετ' ἀνδρῶν.. ἀριθμῷ Od.11.449
;μετ' ἄλλῳ λαῷ A.Ch. 365
(lyr.).C WITH ACCUS.,I of motion, into the middle of, coming into or among, esp. where a number of persons is implied,ἵκοντο μ. Τρῶας καὶ Ἀχαιούς Il.3.264
;μ. φῦλα θεῶν 15.54
, cf. Od.3.366, al.;μ. μῶλον Ἄρηος Il.16.245
;μ. λαὸν Ἀχαιών 5.573
, al.; μ. στρατόν, μεθ' ὅμιλον, μεθ' ὁμήγυριν, 5.589, 14.21, 20.142: so of birds, ὥς τ' αἰγυπιὸς μ. χῆνας (though this may be referred to signf. 2), 17.460; of things,εἴ τινα φεύγοντα σαώσειαν μ. νῆας 12.123
; με μ... ἔριδας καὶ νείκεα βάλλει plunges me into them, 2.376; of place,μ. τ' ἤθεα καὶ νομὸν ἵππων 6.511
; δράγματα μετ' ὄγμον πῖπτον into the midst of the furrow, 18.552.2 in pursuit or quest of, of persons, sts. in friendlysense, βῆ ῥ' ἰέναι μ. Νέστορα went to seek Nestor, Il.10.73, cf. 15.221: sts. in hostile sense, βῆναι μ. τινά to go after, pursue him, 5.152, 6.21, al.; also of things, πλεῖν μ. χαλκόν to sail in quest of it, Od.1.184; ἵκηαι μ. πατρὸς ἀκουήν in search of news of thy father, 2.308, cf. 13.415;οἴχονται μ. δεῖπνον Il.19.346
; πόλεμον μέτα θωρήσσοντο they armed for the battle, 20.329; ὡπλίζοντο μεθ' ὕλην prepared to seek after wood, 7.418, cf. 420;μ. δούρατος ᾤχετ' ἐρωήν 11.357
;μ. γὰρ δόρυ ᾔει οἰσόμενος 13.247
.II of sequence or succession,1 of Place, after, behind, λαοὶ ἕπονθ', ὡς εἴ τε μ. κτίλον ἕσπετο μῆλα like sheep after the bell-wether, Il.13.492, cf. Od.6.260, 21.190, h.Ven.69;ἔσχατοι μ. Κύνητας οἰκέουσι Hdt.4.49
; μ. τὴν θάλασσαν beyond, on the far side of the sea, Theo Sm.p.122 H.2 of Time, after, next to,μ. δαῖτας Od.22.352
; μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος after Hector thy death is at the door, Il.18.96;μ. Πάτροκλόν γε θανόντα 24.575
, cf. Hdt. 1.34;μετ' εὐχάν A.Ag. 231
(lyr.), etc.;μ. ταῦτα
thereupon, there-after,h.Merc.
126, etc.;τὸ μ. ταῦτα Pl.Phlb. 34c
;τὸ μ. τοῦτο Id.Criti. 120a
; μετ' ὀλίγον ὕστερον shortly after, Id.Lg. 646c;μ. μικρόν Luc. Demon.8
;μ. ἡμέρας τρεῖς μ. τὴν ἄφεδρον Dsc.2.19
;μ. ἔτη δύο J.BJ 1.13.1
;μ. τρίτον ἔτος Thphr.HP4.2.8
; μ. χρυσόθρονον ἠῶ after daybreak, h.Merc. 326: but μετ' ἡμέρην by day, opp. νυκτός, Hdt.2.150, cf. Pl.Phdr. 251e, etc.; μεθ' ἡμέραν, opp. νύκτωρ, E.Ba. 485;μ. νύκτας Pi.N.6.6
; μ. τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν after the boy or girl has attained the age of six years, Pl.Lg. 794c.3 in order of Worth, Rank, etc., next after, following [comp] Sup.,κάλλιστος ἀνὴρ.. τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα Il.2.674
, cf. 7.228, 12.104, Od.2.350, Hdt.4.53, X.Cyr.7.2.11, etc.;κοῦροι οἳ.. ἀριστεύουσι μεθ' ἡμέας Od.4.652
, cf. Isoc.9.18: where [comp] Sup. is implied,ὃς πᾶσι μετέπρεπε.. μ. Πηλεΐωνος ἑταῖρον Il.16.195
, cf. 17.280, 351; μ. μάκαρας next to the gods, A.Th. 1080 (anap.); also μάχεσθαι μ. πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων to be inferior in fighting to many.., Philostr.Her.6.III after, according to, μ. σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ as you and I wish, Il.15.52;μετ' ἀνέρος ἴχνι' ἐρευνῶν 18.321
;μετ' ἴχνια βαῖνε Od.2.406
.IV generally, among, between, as with dat. (B.I), μ. πάντας ὁμήλικας ἄριστος best among all, Il.9.54, cf. Od.16.419;μ. πληθύν Il.2.143
; μ. τοὺς τετελευτηκότας including those who have died, PLond.2.260.87 (i A.D.);μ. χεῖρας ἔχειν Hdt.7.16
. β', Th.1.138, POxy.901.9 (iv A.D.), cf. X.Ages.2.14, etc.D μετά with all cases can be put after its Subst., and is then by anastrophe μέτα, Il.13.301, but not when the ult. is elided, 17.258, Od.15.147.E abs. as ADV., among them, with them, Il.2.446, 477, etc.; with him,οὐκ οἶον, μ. καὶ Γανυμήδεα A.R.3.115
.III thereafter, 15.67, Hdt.1.88, 128, 150, A.Ag. 759 (lyr.), etc.; μ. γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ one feels pleasure even in troubles, when past, Od.15.400; μ. δέ, for ἔπειτα δέ, Hdt.1.19, Luc.DMort.9.2, etc.F μέτα, -μέτεστι, Od.21.93, Parm.9.4, Hdt.1.88, 171, S.Ant. 48,etc.G IN COMPOS.:2 of action in common with another, as in μεταδαίνυμαι, μεταμέλπομαι, etc., c. dat. pers.II in the midst of, of space or time, as inμεταδήμιος, μεταδόρπιος 1
; between, as in μεταίχμιον, μεταπύργιον.III of succession of time, as in , μετακλαίω, μεταυτίκα.V of letting go, as in μεθίημι, μεθήμων.
См. также в других словарях:
λάοι — λάοῑ , λάω 1 pres opt act 3rd sg (epic) λάοῑ , λάω 2 seize pres opt act 3rd sg (epic doric) λάοῑ , λάζω fut opt act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοί — λᾱοί , λαός men masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… … Dictionary of Greek
ιταλικοί λαοί — Ονομασία του συνόλου του πληθυσμού της προρωμαϊκής Ιταλίας, που διέφερε στην καταγωγή, στη φυλή και στη γλώσσα από τους Λίγυρες, τους Σικανούς, τους Eτρούσκους και τους Έλληνες αποίκους. Οι νεότερες επιστημονικές υποθέσεις καταλήγουν στο… … Dictionary of Greek
κυνηγοί κεφαλών — Λαοί που διατηρούν ως έθιμο την αποκοπή της κεφαλής του ηττημένου εχθρού, τη διατήρησή της και την ανάδειξή της. Ο στολισμός του πολεμιστή με το κρανίο του νικημένου ως είδος τροπαίου αποτελεί τυπικό γνώρισμα αρκετών πρωτόγονων φυλών, ιδίως της… … Dictionary of Greek
Σημίτες — Λαοί που ανήκουν στη σημιτική γλωσσική οικογένεια και κατ’ επέκταση, όλοι οι λαοί που συγγενεύουν με τον αραβικό φυσικό τύπο. Με τον όρο Σημίτες δηλώνεται επίσης ένα μεγάλο εθνικό σύνολο, που καταλαμβάνει από την αρχαιότητα μια μεγάλη έκταση από… … Dictionary of Greek
Άριοι — Λαοί ινδοευρωπαϊκής φυλής που εισέβαλαν στην Ινδία περίπου το 1800 π.Χ. Αρία φυλή λέγεται και η υποθετική φυλετική ενότητα, δημιούργημα κυρίως των θεωρητικών του εθνικοσοσιαλισμού (ναζισμού) … Dictionary of Greek
Παταγόνες — Λαοί του ακραίου νοτίου τμήματος του αργεντινού εδάφους, που ανήκουν στη λεγόμενη παμπεανική φυλή και μιλούν τη δική τους γλώσσα (τσονέκ ή τσονέκα). Το όνομα Τεουέλτσε, με το οποίο χαρακτηρίζονται συχνά οι Π., προέρχεται από την αρακουανική… … Dictionary of Greek
Πυγμαίοι — Λαοί της Αφρικής που κατοικούν κατά μικρές ομάδες, στις πιο απρόσιτες ζώνες των ισημερινών δασών της κεντρικής Αφρικής από την Γκαμπόν και το Καμερούν έως την Ουγκάντα, τη Ρουάντα και το Μπουρούντι. Αν και μερικοί ανθρωπολόγοι θεωρούν ότι οι Π.… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
АНАГРАММАТИЗМ — [греч. ἀναγραμματισμός], один из основных видов композиции в поздневизант. певч. искусстве, означает перестановку «грамм» (τὰ γράμματα), т. е. слов, синтагм или целых стихов поэтического текста песнопения. Из за мелодической акцентировки и… … Православная энциклопедия