-
1 πιθηκών
-
2 πιθηκῶν
-
3 πιθήκων
πίθηκοςape: masc gen pl -
4 σπαράσσω
σπαράσσω, att. - ττω, zerren, zupfen, zerreißen, zerfleischen; φάραγγα βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογὶ πατὴρ σπαράξει τήνδε, Aesch. Prom. 1020; σάρκας ἐσπάραξ' ἀπ' ὀστέων, Eur. Med. 1217 (vgl. Plut. Artax. 18 Luc. Tox. 43); auch med., οὐ σπαράξομαι κόμαν, Andr. 1210; ἄνδρα σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν, Ar. Ach. 658; τῷ ἕλκειν καὶ σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον, Plat. Rep. VII, 539 b, schmähen, wie σπαράττειν τὰς κληρωτὰς ἀρχάς, Dem. 25, 50; ὑπὸ πιϑήκων καὶ ἀλωπέκων σπαράττεσϑαι, Luc. Alex. 2; λώβαις σπαράττειν τινά, Einen durch Schmach und Verderben zu Grunde richten, Lycophr. 656.
-
5 ἀ-βληχρός
ἀ-βληχρός, ά, όν (euphon. α, vgl. Buttmann Lexil. 2, 262), schwach, Hom. χείρ, Il. 5, 337, die Hand der Aphrodite (v. 425 ἁραιή); τείχεα, Iliad. 8, 178; ϑάνατος, ein sanfter Tod, Od. 11, 135 u. 23, 282; auch Ael. H. A. 9, 11, der daneben ἀνώδυνος setzt, richtiger als entkräftender Tod (VLL. ἀβληχροποιός). Aehnlich κῶμα Ap. Rh. 2, 265 (oder betäubender Schlaf?); νόσος, schleichende Krankheit, Plut. Per. 38 (καὶμῆκος ἔχουσα); περίπατοι, gelinde Spaziergänge, de tu. san. 18. Bei Opp. Cyn. 2, 667 auch γένος πιϑήκων.
-
6 капуцин
-а α.1. καπουτσίνος, καθολικός μοναχός,2. γένος πιθήκων της Αμερικής. -
7 четверорукий
επ.τετράχειρος.ουσ. παλ. ο τετράχειρος (ονομασία των πιθήκων). -
8 δῆμος
A district, country, land,Βοιωτοὶ μάλα πίονα δ. ἔχοντες Il.5.710
;Λυκίης ἐν πίονι δ. 16.437
, cf. Od.13.322, etc.;'Ιθάκης ἐνὶ δ. 1.103
;δήμῳ ἔνι Τρώων 13.266
;λαοὶ ἀνὰ δῆμον 16.95
: metaph., δῆμος ὀνείρων the land of dreams, 24.12.2 the people, inhabitants of such a district,πόληΐ τε παντί τε δήμῳ Il.3.50
, cf. h.Cer. 271;Βακτρίων ἔρρει πανώλης δ. A.Pers. 732
.II hence (since the common people lived in the country, the chiefs in the city), the commons, common people, δήμου ἀνήρ, opp. βασιλεύς, ἔξοχος ἀνήρ, etc., Il.2.198, 188, cf. 11.328, Hes.Op. 261, Hdt.5.66, Act.Ap.12.22, etc. (rarely of a single person, δῆμον ἐόντα being a commoner, Il.12.213); opp. οἱ εὐδαίμονες, Hdt.1.196; opp. οἱ παχέες, Id.5.30; opp. οἱ δυνατοί, Th.5.4;οἱ.. ἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὶ ὄντες δῆμος Id.8.73
; = Lat. plebs, D.H.6.88, etc.;τοῦ πολλοῦ δ. εἷς
unus de plebe,Luc.
Sat.2;τοῦ δ. ὤν Id.Gall.22
; in an army, rank and file, opp. officers,ὁ δ. τῶν στρατιωτῶν X.Cyr.6.1.14
.2 metaph.,δ. ἰχθύων Antiph. 206.7
;τυράννων Philostr.VS1.15.1
;πιθήκων Id.VA3.4
; ὀρνέων Alciphr.3.30.III in a political sense, the sovereign people, the free citizens, A.Th. 199, 1011, etc.;ὁ δ. ὁ Ἀθηναίων IG12.10.37
, etc.;προστάτης τοῦ δήμου Th.6.35
, etc.; personified, Ar.Eq.42, al.;ἱερεὺς τοῦ Δ. καὶ τῶν Χαρίτων IG22.1028
.2 popular government, democracy, opp. ὀλιγαρχίη, Hdt.3.82; opp. οἱ τύραννοι, And.1.106;πολίτεομα εἶναι ἐν Χίῳ δ. SIG283.4
(iv B. C.);δήμου κατάλυσις X.HG2.3.28
, Arist. Ath.8.4;ταῦτα καταλύει δῆμον, οὐ κωμῳδία Philippid.25.7
; δ. καταστῆσαι, καταπαύειν, X.HG7.3.3, Th.1.107: in pl., democracies, Id.3.82, D.20.15;δ. ὁ ἔσχατος Arist.Pol. 1277b3
.3 the popular assembly,λέγειν ἐν τῷ δ. Pl.R. 565b
; ἡ βουλὴ καὶ ὁ δ., formula in Inscrr., as IG12.39, etc.; of the assembly of Oxyrhynchus, POxy.41.19 (iii/iv A. D.), 1407.19 (iii A. D.).IV township, commune ( = [dialect] Dor. κώμη acc. to Arist.Po. 1448a37; butδιελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isoc.7.46
, cf. Pl.Lg. 746d, and v. infr.), in Attica, Hdt.5.69, Arist.Ath.21.5, Str.9.1.16, IG12.76.9, al.; elsewh., ib.12(5).594 ([place name] Ceos), Phib.1.28.13 (iii A. D.), OGI49.14 ([place name] Ptolemais), etc.:—[dialect] Dor. [full] δᾶμος, Michel418.34 ([place name] Calymna), IG12(1).58.23 ([place name] Lindos): in indications of origin,Σωφάνης ἐκ δ. Δεκελεῆθεν Hdt.9.73
;δήμου Ἁλαιεύς Antiph.211
;τῶν δήμων Πιτθεύς Pl.Euthphr.2b
;τῶν δ. Θορίκιος D.39.30
, cf. Arist.Ath.21.4;ἐπιγράψαι τοὺς βουλευτὰς πατρόθεν καὶ τοῦ δ. IG22.223B4
: metaph.,οἱ τῆς θαλάσσης δ. Philostr. Gym. 44
.V name for a prostitute, Archil.184.
См. также в других словарях:
πιθηκῶν — πιθήκη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθήκων — πίθηκος ape masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
προάνθρωποι — Απολιθωμένα ευρήματα που ανήκουν σε ανθρωποειδείς πιθήκους, γνωστούς και ως αυστραλοπιθηκίδες. Βρέθηκαν σε διάφορες περιοχές του πλανήτη μας, κυρίως όμως στη νότια Αφρική, την Κένυα και την Τανζανία. Υπολογίζεται ότι έζησαν από το κατώτερο… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
κερκοπίθηκος — Γένος πιθήκων, πολύ διαδεδομένο στην τροπική Αφρική και στη ζώνη του ισημερινού. Το σώμα τους έχει το μέγεθος γάτας και είναι λεπτό και ευκίνητο. Τα μπροστινά τους άκρα μοιάζουν με τα πίσω, ενώ έχουν πολύ ανεπτυγμένο το μεγάλο δάχτυλο. Η ουρά… … Dictionary of Greek
κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… … Dictionary of Greek
λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από … Dictionary of Greek
μακάκος — (Macaca). Γένος κατάρρινων πιθήκων, της οικογένειας των κερκοπιθηκιδών, διαδεδομένο στην ηπειρωτική και στη νησιωτική Ασία, στη βορειοδυτική Αφρική και με μόνο ένα είδος (μαγώτος) στην Ευρώπη. Οι μ., που περιλαμβάνουν περίπου ογδόντα είδη και… … Dictionary of Greek