-
1 δωρεάν
δωρεάν acc. of δωρεά used as adv. (since Hdt. 5, 23 [δωρεήν]; ins, pap, LXX; PsSol 7:1; TestSol; Joseph.).① pert. to being freely given, as a gift, without payment, gratis (so, in addition to the ref. in Nägeli 35f and Poland 496 note **, GDI 2569, 4 [Delphi]; PSI 400, 16; 543, 19 al. [both III B.C.]; 1401, 8; PTebt 5, 187; 250 [both II B.C.]; Gen 29:15; Ex 21:11 δωρεὰν ἄνευ ἀργυρίου al.; Tat. 19, 1) δ. λαμβάνειν (Jos., Vi. 425), διδόναι (Bell. 1, 274, Vi. 38) receive or give without payment Mt 10:8 (cp. Sextus 242; of an emissary who paid his own traveling expenses IPriene 108, 165); cp. Rv 21:6; 22:17; δ. εὐαγγελίσασθαι 2 Cor 11:7. δικαιούμενοι δ. justified, made upright, as a gift Ro 3:24. οὐδὲ δ. ἄρτον ἐφάγομεν παρά τινος we have not eaten bread with (or from) anyone without paying for it 2 Th 3:8.② pert. to being without contributory fault, undeservedly, without reason/cause ἐμίσησάν με δ. they hated me without reason J 15:25 (Ps 34:19; 68:5; PsSol 7:1; cp. Ps 118:161; 1 Km 19:5).③ pert. to being without purpose, in vain, to no purpose (Job 1:9; Ps 34:7) δ. ἀποθνῄσκειν Gal 2:21; ITr 10.—DELG s.v. δίδωμι. M-M. s.v. δωρεά. TW. -
2 δωρεάν
επίρρ. даром, бесплатно;τό δωρεάν εισιτήριο — даровой, бесплатный билет
-
3 δωρεάν
{нареч., 9}даром, напрасно, безвозмездно.Ссылки: Мф. 10:8; Ин. 15:25; Рим. 3:24; 2Кор. 11:7; Гал. 2:21; 2Фес. 3:8; Откр. 21:6; 22:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δωρεάν
-
4 δωρεάν
{нареч., 9}даром, напрасно, безвозмездно.Ссылки: Мф. 10:8; Ин. 15:25; Рим. 3:24; 2Кор. 11:7; Гал. 2:21; 2Фес. 3:8; Откр. 21:6; 22:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δωρεάν
-
5 δωρεὰν
даромдар дару δωρεάνΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δωρεὰν
-
6 δωρεάν
даромδωρεὰνΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δωρεάν
-
7 δωρεάν
даром, напрасно, безвозмездно.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δωρεάν
-
8 δωρεάν
δωρεάgift: indeclform (adverb)δωρεά̱ν, δωρεάgift: fem acc sg (attic doric ionic aeolic) -
9 δωρεάν
[дорэан] εκίρ. бесплатно, даром,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δωρεάν
-
10 δωρεάν
[дорэан] επίρ бесплатно, даром. -
11 δωρεάν
de franc -
12 δωρεάν
freeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δωρεάν
-
13 caba
δωρεάν, τζάμπα -
14 parasız
δωρεάν, άφραγκος -
15 бесплатный
бесплатный δωρεάν \бесплатныйое обучение η δωρεάν εκπαίδευ ση \бесплатный билет το δωρεάν ει σιτήριο* * *беспла́тное обуче́ние — η δωρεάν εκπαίδευση
беспла́тный биле́т — το δωρεάν εισιτήριο
-
16 δωρεά
δωρ-εά, [dialect] Ion. [suff] δωρ-εή, ἡ: δωρειά in earlier Attic Inscrr., IG12.77, al., δωρεά first in ib.22.1.68:—A gift, present, esp. bounty ( = δόσις ἀναπόδοτος Arist.Top. 125a18), Hdt.2.140;δωρεὰν διδόναι Id.6.130
, A.Pr. 340; πορεῖν ib. 616; ; δ. δέχεσθαι, λαμβάνειν, Isoc.6.31, 15.40; ironically, ;δ. ἔχειν S.Aj. 1032
, D.18.312;ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρειᾶς D.21.165
; δωρειὰν καὶ χάριν ib.172, cf. Pl.Lg. 844d; of a legacy, D.27.41, 65; δωρεαί privileges and immunities, opp. δῶρα, gifts in cash or kind, Philostr.VS2.10.4.II acc. δωρεάν as Adv., as a free gift, freely, Hdt.5.23, prob. in And.1.4;μηδὲν δ. πράττειν Plb. 18.34.7
, cf. LXX Jb.1.9;δ. λειτουργεῖν Test.Epict.4.27
, cf. Inscr.Prien. 4.17 (iv B.C.); soκατὰ δωρεάν IG7.2711.13
, al. (Acraeph., i A. D.);ἐν δωρεᾷ προσνεῖμαι Plb.22.5.4
; but γῆν ( ἀμπελῶνα, etc.) ἐν δωρεᾷ ἔχειν to hold land by a royal grant, PRev. Laws 36.15 (iii B.C.), cf. 43.11, 44.3.2 to no purpose, for naught, Ep.Gal.2.21. -
17 безвозмездный
επ.χωρίς αποζημίωση, δωρεάν•-ое пользование η δωρεάν χρησιμοποίηση•
безвозмездный труд η δωρεάν εργασία.
-
18 бесплатный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноο δωρεάν δινόμενος, παρεχόμενος•-ое обучение η δωρεάν εκπαίδευση•
-ое лечение η δωρεάν θεραπεία•
бесплатный вход ελεύθερη είσοδος(χωρίς εισιτήριο).
-
19 δωρεά
δωρεά, ἡ, Gabe, Geschenk, bes. Ehrengeschenk; Aesch. Prom. 619; Soph. Ai. 1032; Her. 5, 23; att. Prosa, διδόναι, δωρεῖσϑαι, Plat. Rep. V, 468 Polit. 290 c; Legat, Vermächtniß, Is. 1 u. öfter; Dem. 27, 41; δωρεάν τι λαβεῖν, etwas als Geschenk empfangen, δοῠναι, Lys. 7, 4; Dem. 19, 171; dah. δωρεάν, adverb., geschenkweis, umsonst, πράττειν, Pol. 18, 17, 7, u. bes. Sp.; auch ἐν δωρεᾷ διδόναι τι, Pol. 93, 3, 4, als Geschenk.
-
20 δωρεα
ион. δωρεή ἥ1) дар, подарок, подношение Aesch., Soph., Lys., Isocr., Plat., Arst., Dem.ἐν δωρεᾷ Polyb. и δωρεάν Her., Dem., Polyb. — в виде дара или даром, но δωρεὰν ἀπέθανεν NT. он напрасно умер, т.е. его смерть не принесла пользы
2) pl. юр. дарение, завещание Dem.
См. также в других словарях:
δωρεάν — επίρρ. τροπ., χωρίς πληρωμή ή αμοιβή, τζάμπα: Τις Κυριακές η είσοδος στο μουσείο είναι δωρεάν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δωρεάν — δωρεά gift indeclform (adverb) δωρεά̱ν , δωρεά gift fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… … Dictionary of Greek
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Κατάρ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κατάρ Έκταση: 11.437 τ. χλμ. Πληθυσμός: 793.341 (2001) Πρωτεύουσα: Ντόχα (285.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Ασίας, στην Αραβική χερσόνησο, στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα Ν με τη Σαουδική Αραβία… … Dictionary of Greek