Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δωρειά

См. также в других словарях:

  • δωρειά — δωρειά̱ , δωρειά fem nom/voc/acc dual δωρειά̱ , δωρειά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρειάν — δωρειά̱ν , δωρειά fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρειάς — δωρειά̱ς , δωρειά fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρείας — δωρείᾱς , δωρεά gift fem acc pl (attic) δωρείᾱς , δωρεά gift fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρειαῖς — δωρειά fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρειαί — δωρειά fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρειᾶς — δωρειά fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… …   Dictionary of Greek

  • δωρειῶν — δωρεά gift fem gen pl (attic) δωρειά fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»