1 δυσχρηστεω
(ἐν πᾶσι Polyb.)
(περί и διά τι, med. τινι, ἔν τινι, περί и πρός τι Polyb., ἐπί τινι Diod.)
(ἥ ναῦς ἐδυσχρηστεῖτο καὴ δυσκίνητος ἦν Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь > δυσχρηστεω