-
1 Δυσκίνητος
Δυσκίνητοςhard to move: masc nom sg -
2 δυσκίνητος
δυσκίνητοςhard to move: masc /fem nom sg -
3 δυσκίνητος
δυσκῑν-ητος, ον,A hard to move, Pl.Ti. 56a, Ph.2.227 ([comp] Comp.), Thphr.Vent.35 ([comp] Sup.);πλοῖα Plb.1.22.3
. Adv. - τως, ἔχειν πρὸς τοὺς ἀνέμους Arist.Cael. 294b17
.II in mental relations,δ. πρὸς τοὺς φόβους Pl.R. 503d
;δ. ὑπὸ ὀργῆς Arist.VV 1250a5
; δ. ποιεῖντὴν διάνοιαν Id.PA 686a30
;ἕξις -οτέρα διαθέσεως Id.Cat. 9a10
; τὸ -ον obstinacy, Phld.Lib.p.55 O.; of language, clumsiness,τὸ ἄσχημον καὶ δ. Id.Po.994.35
. Adv. -τως καὶ δυσμαθῶς ἔχειν Pl.R. 503d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσκίνητος
-
4 δυσκίνητος
sluggishΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δυσκίνητος
-
5 δυσκινητότερον
δυσκίνητοςhard to move: adverbial compδυσκίνητοςhard to move: masc acc comp sgδυσκίνητοςhard to move: neut nom /voc /acc comp sg -
6 δυσκινητότατον
δυσκίνητοςhard to move: masc acc superl sgδυσκίνητοςhard to move: neut nom /voc /acc superl sg -
7 δυσκινήτως
δυσκίνητοςhard to move: adverbialδυσκίνητοςhard to move: masc /fem acc pl (doric) -
8 δυσκίνητον
δυσκίνητοςhard to move: masc /fem acc sgδυσκίνητοςhard to move: neut nom /voc /acc sg -
9 Δυσκινήτοις
Δυσκίνητοςhard to move: masc dat pl -
10 Δυσκινήτου
Δυσκίνητοςhard to move: masc gen sg -
11 Δυσκινήτους
Δυσκίνητοςhard to move: masc acc pl -
12 Δυσκινήτων
Δυσκίνητοςhard to move: masc gen pl -
13 Δυσκινήτως
Δυσκίνητοςhard to move: masc acc pl (doric) -
14 Δυσκίνητε
Δυσκίνητοςhard to move: masc voc sg -
15 Δυσκίνητοι
Δυσκίνητοςhard to move: masc nom /voc pl -
16 Δυσκίνητον
Δυσκίνητοςhard to move: masc acc sg -
17 δυσκινητοτέρου
δυσκίνητοςhard to move: masc /neut gen comp sg -
18 δυσκινητοτέρους
δυσκίνητοςhard to move: masc acc comp pl -
19 δυσκινητότερα
δυσκίνητοςhard to move: neut nom /voc /acc comp pl -
20 δυσκινητότεραι
δυσκίνητοςhard to move: fem nom /voc comp pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Δυσκίνητος — hard to move masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκίνητος — hard to move masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκίνητος — η, ο (AM δυσκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται με δυσκολία, βραδυκίνητος 2. (για τον νου) αυτός που αντιλαμβάνεται δύσκολα μσν. (για χρόνο) δύσκολος αρχ. 1. σταθερός, αμετάβλητος 2. (για ψυχή) ασυγκίνητος 3. αμείλικτος, σκληρός 4. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
δυσκίνητος — η, ο 1. βραδυκίνητος: Από τότε που πάχυνε έγινε δυσκίνητος. 2. μτφ., νωθρός, ράθυμος: Το μυαλό του είναι δυσκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσκινητότερον — δυσκίνητος hard to move adverbial comp δυσκίνητος hard to move masc acc comp sg δυσκίνητος hard to move neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκινητότατον — δυσκίνητος hard to move masc acc superl sg δυσκίνητος hard to move neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκινήτως — δυσκίνητος hard to move adverbial δυσκίνητος hard to move masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκίνητον — δυσκίνητος hard to move masc/fem acc sg δυσκίνητος hard to move neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκινητοτέρου — δυσκίνητος hard to move masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκινητοτέρους — δυσκίνητος hard to move masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκινητοτέρῳ — δυσκίνητος hard to move masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)