-
1 δρυοκολάπτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρυοκολάπτης
-
2 ἴπνη
-
3 ἴττα
A v. ἰξαλῆ. [full] ἴττιον· οὐσία ([place name] Elean), Id. [full] ἴττον· ἕν (Cret.), Id. [full] ἴττυγα·ἐκπληκτικά A.Fr. 427
(ap. Hsch.). -
4 ἴπνη
Grammatical information: f.Meaning: name of a bird (Boios ap. Ant. Lib. 21, 6);Derivatives: besides ἵππα (because of the alphab. order rather with Vossius * ἵπτα) and ἵττα δρυοκόλαψ, ἐθνικῶς H.Origin: XX [etym. unknown]Page in Frisk: 1,732Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἴπνη
См. также в других словарях:
ίττα — ἴττα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) το πτηνό δρυοκόλαψ, δρυοκολάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός, τ. πιθ. κυπρ., τού τ. σίττη «είδος δρυοκολάπτη»] … Dictionary of Greek