-
121 διαπλήσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπλήσσω
-
122 δόρυ
Aδοράτεσσι Q.S.6.363
: [dialect] Ep. and [dialect] Ion. decl., gen. δούρατος (also in Pi.P.4.38); dat. δούρατι (also in S.Ph. 721 (lyr.)); pl. δούρατα, δούρασι (but codd. of Hdt. usu. have δόρατα, δόρασι): more commonly δουρός, δουρί (butδορί Archil.2.1
); dual δοῦρε; pl. δοῦρα, δούρων, δούρεσσι; dat. pl.δούροις Opp.H.3.573
: Trag., gen. δορός; dat. δορί or δόρει, the former required by metre in A.Th. 347, 456, 958, Ag. 111, E.Hec. 909, Ph. 186, etc. (all lyr.), also in Id.Hec.5; δόρει is required in S.OC 620, 1314, 1386;ξὺν δορὶ ξὺν ἀσπίδι Ar.V. 1081
, butσὺν δόρει σὺν ἀσπίδι Achae.29
, cf. Choerob. in Theod.1.346; δορί occurs in Prose in the phrases δορὶ ἑλεῖν, λαβεῖν (v. infr. 11.2): nom. pl. , Theopomp.Com.25; gen.δορῶν Hsch.
: nom.δοῦρας AP6.97
(Antiphil.). Exc. sg. δόρυ, Hom. uses only the [dialect] Ion. forms:I stem, tree,οὔπω τοῖον ἀνήλυθεν ἐκ δόρυ γαίης Od.6.167
; but commonly, plank or beam,δοῦρ' ἐλάτης κέρσαντες Il.24.450
;δούρατα μακρὰ ταμών Od.5.162
, cf. Il.3.61;δούρατα πύργων 12.36
;δούρατ' ἀμάξης Hes.Op. 456
; mostly of ships, δόρυ νήϊον ship's plank, Il.15.410, etc.;νήϊα δοῦρα Od.9.498
; also, mast, E.Tr. 1148: hence,2 δ. εἰνάλιον, ἀμφῆρες, of a ship, Pi.P.4.27, E.Cyc.15;δ. ποντοπόρον S.Ph. 721
(lyr.); also δόρυ alone, A.Pers. 411, Ag. 1618, E.Hel. 1611;ἐπ' Ἀργῴου δορός Id.Andr. 793
; also δούρων, of oars, Hymn.Is.152.II shaft of a spear, δόρυ μείλινον the ashen shaft, Il.5.666, al.: hence, generally, spear itself,δ. χάλκεον 13.247
;ἀσπίδα καὶ δύο δοῦρε Od.1.256
, etc.; hunting-spear, Il.12.303; δόρατα ναύμαχα boarding-pikes, Hdt.7.89: freq. in military phrases, v. πέλεκυς 1; εἰς δόρατος πληγήν within spear's throw, X.Eq.8.10;εἰς δόρυ ἀφικόμενοι Id.HG4.3.17
; ἐπὶ δόρυ to the right hand, in which the spear was held, opp. ἐπ' ἀσπίδα, Id.An.4.3.29 (cf. κλίνω IV. 3, );παρὰ δόρυ Id.Lac.11.10
;εἰς δόρυ Id.HG6.5.18
;τὴν ἐμβολὴν ἐκ δόρατος ποιεῖσθαι Plb.3.115.9
:— ὑπὸ δόρυ πωλεῖσθαι, = Lat. sub hasta venire, D.H.4.24, cf. Str.4.6.7.c sceptre, E.Hec. 9.2 metaph., δουρὶ κτεατίζειν win wealth by the spear, i.e. in war, Il.16.57; ὑπὸ δουρὶ πόλιν πέρθαι ib. 708; in Prose, δορὶ ἑλεῖν, λαβεῖν, Th.1.128, App. BC4.8; an armed force,συμμάχῳ δ. A.Eu. 773
;δ. ἐπακτοῦ S.OC 1525
; καὶ τὸ δ. καὶ τὸ κηρύκειον πέμπειν to offer war or peace, Plb. 4.52.4. (Cf. Skt. dā´ru 'piece of wood', δορά (B), δρῦς.) -
123 δροίτη
δροίτη, ἡ,2 cradle, Alex.Aet.16.3 bier, Parth.Fr.44, cf. EM288.4.4 a dance, Hsch. (The form δρύτη cited from Hermipp. in EM is due to a false derivation from δρῦς.) -
124 δρυάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρυάριον
-
125 Δρυάς
A a Dryad, nymph whose life was bound up with that of her tree, Plu.Caes.9.II a snake, Androm. ap. Gal. 14.33. -
126 δρύϊνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρύϊνος
-
127 δρυμός
δρῡμός, ὁ,A copse, thicket, S.OT 1399, SIG57.28 (Milet., v. B.C.), E. Hipp. 1127 (lyr.), Tab.Heracl.1.19, PLille 5.13 (iii B. C.), LXXEc.2.6, Plb.2.15.2, AP7.544, etc.: pl., A.Fr.304.10, Theoc.1.117, AP6.13 (Leon.), 9.4 (Cyllen.), 84 (Antiphan.), Plu.Comp.Per.Fab.1.II Hom. has only pl., δρῠμά, τά, Il.11.118, Od.10.150, 197, 251, also in Simm.15 (prob.); δρῡμά in late [dialect] Ep., D.P.492, Opp.C.1.64.III δρυμός· φρούριον, Hsch., perh. in this sense in PPetr.2p.140. (Cf. Skt. drumá- 'tree', Slav.dr[ucaron]m[ucaron] 'thicket': [pron. full] ῠ is original, [pron. full] ῡ borrowed from δρῦς.) -
128 εὐκτέανος
------------------------------------εὐκτέᾰνος (B), ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκτέανος
См. также в других словарях:
δρῦς — tree fem nom/voc sg δρῦς tree fem nom/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυς — Βλ. λ. βελανιδιά. * * * ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η) 1. δέντρο τών δασών, τού οποίου υπάρχουν πολλά είδη ο καρπός του περιέχει άφθονο άμυλο, βαλανιδιά 2. παροιμ. «δρυὸς πεσούσης πᾱς ἀνὴρ ξυλεύεται» όταν χάσει κανείς τη δύναμη του όλοι σπεύδουν… … Dictionary of Greek
δρύς — δρύ̱ς , δρῦς tree fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρυς, Γεώργιος — (Ποταμός Κέρκυρας 1944 –). Πολιτικός. Σπούδασε στη φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο Σίτι του Λονδίνου, με ειδίκευση στα συστήματα αυτόματου ελέγχου και στους ηλεκτρονικούς… … Dictionary of Greek
δρυς — η η βελανιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πολλαῖς πληγαῖς δρῦς στεῤῥὰ δαμάζεται. — См. За один раз дерева не срубишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κάτω Δρύς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 22 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας … Dictionary of Greek
δρυῶν — δρῦς tree fem gen pl δρῦς tree fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυός — δρῦς tree fem gen sg δρῦς tree fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρῦν — δρῦς tree fem acc sg δρῦς tree fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύας — δρῦς tree fem acc pl δρῦς tree fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)