-
1 εὐκτήδων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκτήδων
-
2 εὐκτήδων
εὐ-κτήδων od. εὐ-κτήδονος, geradfaserig, dah. leicht zu spalten (vom Holze) -
3 κτηδών
-
4 ευκτηδόνων
-
5 εὐκτηδόνων
-
6 εὐκτέανος
------------------------------------εὐκτέᾰνος (B), ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκτέανος
См. также в других словарях:
ευκτήδων — εὐκτήδων, ον (Α) (για ξύλο) 1. αυτός που έχει ευθείες, ίσιες ίνες 2. αυτός που σχίζεται εύκολα, ο ευκολόσχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτηδών «ίνα τού ξύλου»] … Dictionary of Greek
εὐκτηδόνων — εὐκτήδων straight grained gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκτέανος — (I) εὐκτέανος, ον (Α) πλούσιος, ευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτέανον «αγαθό» (< κτώμαι)]. (II) εὐκτέανος, ον (Α) ευκτήδων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτέανος, που απαντά στον Ησύχ. στον τ. ευθυ κτέανον και ιθυ κτέανον] … Dictionary of Greek