Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐκτήδων

См. также в других словарях:

  • ευκτήδων — εὐκτήδων, ον (Α) (για ξύλο) 1. αυτός που έχει ευθείες, ίσιες ίνες 2. αυτός που σχίζεται εύκολα, ο ευκολόσχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτηδών «ίνα τού ξύλου»] …   Dictionary of Greek

  • εὐκτηδόνων — εὐκτήδων straight grained gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκτέανος — (I) εὐκτέανος, ον (Α) πλούσιος, ευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτέανον «αγαθό» (< κτώμαι)]. (II) εὐκτέανος, ον (Α) ευκτήδων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτέανος, που απαντά στον Ησύχ. στον τ. ευθυ κτέανον και ιθυ κτέανον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»